31/3/15

Revolution Zendj (Tariq Teguia, 2014)


Eκτός από τη διπλή ελληνική κινηματογραφική παρουσία των τελευταίων ημερών στο Παρίσι, με το αφιέρωμα στην ελληνική Ταινιοθήκη που έγινε στο Κέντρο Πομπιντού και με το Πανόραμα ελληνικού κινηματογράφου με τις καλύτερες πρόσφατες ελληνικές ταινίες, παίζεται αυτόν τον καιρό και μια άλλη ελληνικού ενδιαφέροντος παραγωγή, που ελάχιστα έχει ακουστεί -αν όχι καθόλου- στη χώρα μας, η Revolution Zendj του αλγερινού Tariq Teguia.

Ο Teguia είναι μια δύσκολη αλλά πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση. Δύσκολη διότι οι ταινίες του αναφέρονται σε ένα μάλλον σινεφίλ κοινό, απόδειξη ότι παίζονται κυρίως σε φεστιβάλ και σπάνια βρίσκουν διανομή, εκτός βέβαια από τη Γαλλία. Ενδιαφέρουσα ωστόσο, διότι δημιουργεί δυνατές ταινίες, παράξενης ομορφιάς, που φανερώνουν μια επίμονη αν όχι εμμονική προσκόλληση σε μια ιδιαίτερη προσωπική κινηματογραφική γλώσσα. 

Η πρώτη ταινία που τον έκανε γνωστό στη Γαλλία (και σε εμένα) ήταν το Προτιμώ τη Ρώμη από σένα (Rome plutôt que vous) η οποία μάλιστα απέσπασε και ένα βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2006. Επρόκειτο για την περιπλάνηση δύο νέων (dérive, στα πρότυπα της νουβέλ βαγκ) στα προάστια του Αλγερίου, σε αναζήτηση ενός τρόπου φυγής, μιας γραμμής φυγής, η οποία καταλήγει κατά κάποιο τρόπο στη θάλασσα που βάζει τέλος στα απροσδιόριστα όνειρα φυγής τους. Στο Inland πρόκειται για μια άλλη περιπλάνηση, αυτή τη φορά προς το κέντρο της Αφρικής, προς τις ρίζες. Στο Revolution Zendj η περιπλάνηση αφήνει πίσω της την Αλγερία και προεκτείνεται προς την ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.


Ένας Αλγερινός δημοσιογράφος, ο Ιμπν Μπατούτα (όχι τυχαία συνονόματος ενός Mαροκινού ταξιδευτή του 14ου αιώνα), με αφορμή την ιστορία της εξέγερσης των μαύρων σκλάβων (από την οποία εμπνέονται ακόμα σήμερα οι εξεγερμένοι νέοι στην Αλγερία), φεύγει στη Μέση Ανατολή, με πρώτη στάση τη Βυρηττό και με τελικό προορισμό το Ιράκ. Στο Λίβανο συναντά μια Ελληνοπαλαιστίνια, που έχει μόλις φύγει από τη Θεσσαλονίκη αναζητώντας η ίδια τις ρίζες της στην Παλαιστίνη. Περιπλάνηση στο χρόνο και το χώρο, στην ιστορία και στη μνήμη. Ο πρωταγωνιστής ζητάει πάνω απ’ όλα «να βρει ένα πρόσωπο» για τον εξεγερμένο λαό, του οποίου τα ίχνη έσβησε η Ιστορία. Η αναζήτηση του άνδρα καταλήγει (βρίσκει ένα -τυχαίο- «πρόσωπο») και δεν καταλήγει (δεν βρίσκει τίποτα από την ιδεατή Πολιτεία τους), ενώ η νεαρή ελληνοπαλαιστίνια καταλήγει στην «εξεγερμένη» Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα τα χρώματα της ταινίας μεταλλάσσονται από το γκρίζο των πόλεων, το χώμα της ερήμου και το ασπόμαυρο στο κόκκινο της φλεγόμενης πόλης.

Σημασία όμως δεν έχει η αφορμή του ταξιδιού, άλλωστε ο ουσιαστικός σκοπός είναι η αναζήτηση του εαυτού, και για τους δύο πρωταγωνιστές. Περισσότερο από το «πρόσωπο» του χαμένου λαού, ο πρωταγωνιστής αναζητεί το δικό του πρόσωπο, περισσότερο από την ιστορική μνήμη αναζητεί την ενεργοποίησή της στο παρόν, στις φλόγες που καίνε το 2009 σε όλη τη Μεσόγειο. Όπως δηλώνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, η επιτυχία της επανάστασης των σκλάβων ήταν ότι κατόρθωσαν να μεταμορφώσουν και να προεκτείνουν το χάρτη. Αυτό κατά κάποιο τρόπο είναι το διακύβευμα και ο στόχος των περιπλανήσεων των πρωταγωνιστών του Teguia: να χαράξουν τους δικούς τους χάρτες, ατομικούς και συλλογικούς. 


Αν και ο Teguia αφαιρεί κάθε θρησκευτικό χαρακτήρα της εξεγερμένης ουτοπικής πολιτείας των σκλάβων (Μουχτάρα), διατηρεί ωστόσο την έννοια της ουτοπίας. Ο καινούριος χάρτης θα σχηματιστεί από τη σύνδεση των εξεγέρσεων από άκρη σε άκρη της Μεσογείου. Ο κινηματογράφος του τελικά πραγματεύεται μια ουτοπία της κίνησης, όπου κίνηση ισοδυναμεί με παρουσία, ζωή, αντίσταση. Εξ ου και η εμμονή του Teguia με την Αμερική, ως όνειρο και ως καπιταλιστικό εφιάλτη: τόσο μέσα από τις παραπομπές του, από τον Whitman στον Kerouac και στο κείμενο του Butor που παίζουν στο θέατρο οι Έλληνες φοιτητές, όσο και από τις κινηματογραφικές αναφορές του, στο γουέστερν και στην έννοια του συνόρου και της συνεχούς κίνησης.

Ο Teguia αποφασίζει να κάνει μια ταινία για την επανάσταση εν έτει 2009, τη στιγμή που ξεσπούν επαναστάσεις διαδοχικά σε όλη την περιοχή που χαρτογραφεί στην ταινία του (οι σκηνές που απεικονίζουν το Ιράκ γυρίστηκαν στην Αίγυπτο και στην Αλγερία). Οι ήρωές του μεταλλάσσονται έτσι άθελά του σε «προφήτες» της επανάστασης, κάτι σαν τον Ali ibn Muhammad που οδήγησε τους σκλάβους στον ξεσηκωμό τους. Και το νέο επαναστατικό υποκείμενο δεν μπορεί παρά να είναι νομαδικό – άστεγοι, εξόριστοι, μέτοικοι, πρόσφυγες, μετανάστες, αποκλεισμένοι, άνεργοι.

Σε ένα πλάνο της ταινίας, οι δύο πρωταγωνιστές, σαν μετα-γκονταρικοί ήρωες, διαβάζουν ένα απόσπασμα από το βιβλίο του René Scherer, Pour un nouvel anarchisme. Εγώ κλείνω με ένα άλλο απόσπασμα του Scherer που κρίνω ότι ταιριάζει πιο πολύ στην ταινία : «Η ουτοπία δεν θα πρέπει να αναζητηθεί κάπου αλλού, αλλά στο εδώ και τώρα, παρούσα χωρίς να είναι ακόμα ενεργή, σε δυνητική κατάσταση». Εύχομαι σύντομα να την δείτε και στην Ελλάδα.
ΜΜ