15/4/14

The Act of Killing (Joshua Oppenheimer, 2012)

Η ιστορία του ντοκιμαντέρ έχει να επιδείξει πολλά παραδείγματα τεχνασμάτων και πανουργίας. Κάθε ντοκιμαντερίστας ψάχνει τον καλύτερο τρόπο για να αποσπάσει την αλήθεια που κρύβουν οι πρωταγωνιστές του. Η κρυφή κάμερα είναι από τα πιο διαδεδομένα μέσα αποπλάνησης. Σε μία από τις διασημότερες σκηνές στην ιστορία του ντοκιμαντέρ, στη Shoah του Claude Lanzmann, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την κρυφή κάμερα απέναντι σε έναν αξιωματούχο των SS: τον ρωτάει υπομονετικά, φιλικά, κυνικά, με σκοπό να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και να αποσπάσει τις ομολογίες των εγκλημάτων του.


Από αυτήν την άποψη, το Act of Killing πάει ένα βήμα μακρύτερα από κάθε ντοκιμαντέρ ως τώρα. Χρησιμοποιεί ένα πρωτόγνωρο τέχνασμα, το οποίο καθίσταται δυνατό χάρη στο ιδιαίτερο πολιτικό καθεστώς και την πρόσφατη ιστορία της Ινδονησίας: βάζει τους πρωταγωνιστές του να παίξουν το ρόλο του εαυτού τους, σε μια μυθοπλασία-αναπαράσταση σκηνοθετημένη και ενορχηστρωμένη από τους ίδιους! Με λίγα λόγια, δεν χρειάζεται να ξεγελάσει τους παραστρατιωτικούς δολοφόνους όπως έκανε ο Lanzmann με τον ναζί εγκληματία. Τους αφήνει ελεύθερους να μιλήσουν, αφού άλλωστε δεν κινδυνεύουν από κανέναν, αφού κυκλοφορούν ελεύθερα στη χώρα, σχεδόν ως εθνικοί ήρωες, περήφανοι για τις πράξεις τους. Τους αφήνει ελεύθερους να συμμετάσχουν στην αφήγηση, στη σκηνοθεσία, στην αναπαράσταση των εγκλημάτων τους, με πρόφαση και κίνητρο μια υποτιθέμενη ταινία μυθοπλασίας η οποία θα περιστρέφεται γύρω από τη ζωή τους. Τους καθιστά δημιουργούς, συντελεστές, θεατές και ηθοποιούς. Η εναλλαγή ρόλων είναι αξιοθαύμαστη. Ο πρωταγωνιστής Anwar Congo ξεκινάει διηγούμενος με περηφάνια τα εγκλήματά του, φτάνει να σκηνοθετεί τις τύψεις και τους εφιάλτες του, καταλήγει να προβάλλει τη σκηνή με τον εαυτό του ως θύμα βασανισμού στα παιδιά του και να μετανιώνει ή να εξιλεώνεται επειδή βλέπει στην οθόνη να κάνουν στον εαυτό του όσα έκανε ο ίδιος σε χιλιάδες θύματά του.

Το εγχείρημα του Joshua Oppenheimer βέβαια είναι παράτολμο. Πρέπει και αυτός να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πρωταγωνιστών του, να χρησιμοποιήσει την πειθώ του και να τους κάνει να νιώσουν άνετα. Είναι παράτολμο άλλωστε και ως προς τις συνέπειές του: οι μισοί συντελεστές του συνεργείου εμφανίζονται στους τίτλους τέλους ως "Ανώνυμοι", από φόβο για τα αντίποινα που ενδέχεται να υποστούν στη χώρα τους, ενώ ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν πιστεύει ότι θα καταφέρει να γυρίσει στην πατρίδα του. 


Τελικά, όμως, το αποτέλεσμα της ταινίας είναι αξιοζήλευτο διότι κάνει πραγματικότητα το όνειρο κάθε ντοκιμαντέρ: όχι μόνο αποκαλύπτει και τεκμηριώνει το γεγονός των μαζικών δολοφονιών που έλαβαν χώρα κατά τη δικτατορία του Σουχάρτο, και μάλιστα από τη σκοπιά των ανθρώπων που εκτέλεσαν τα εγκλήματα, αλλά ταυτόχρονα διερευνά την εμπλοκή και τη συνενοχή του σημερινού καθεστώτος. Και επιπλέον οι θεατές του ντοκιμαντέρ δεν χρειάζεται να επικαλεστούμε τη φαντασία για να αναπαραστήσουμε τα γεγονότα. Οι εγκληματίες μας προσφέρουν τη δική τους αναπαράσταση, όχι όμως με τον τρόπο μιας αστυνομικής αναπαράστασης όπου ο ανακριτής υποδεικνύει στους κατηγορούμενους τι θα κάνουν. Αφήνονται ελεύθεροι να μεταχειριστούν τα διάφορα είδη κινηματογραφικής αφήγησης: από το γουέστερν ως το φιλμ νουαρ και το μιούζικαλ. Το αποτέλεσμα είναι τόσο σουρεαλιστικό που καταντά αφόρητα ρεαλιστικό και αποτρόπαιο. 


Επανειλημμένα στην ταινία επανέρχεται το ερώτημα προς τους παραστρατιωτικούς εγκληματίες: γιατί τα θύματά σας δεν προσπάθησαν να πάρουν εκδίκηση, έστω δια των απογόνων τους; Στο οποίο οι θύτες απαντούν κυνικά: επειδή δεν μπορούσαν. Δεν είχαν τη δύναμη, την εξουσία. Η εικόνα του Anwar Congo να υποφέρει στο τέλος της ταινίας ίσως να αποδειχθεί για τα θύματα μια πρώτη μικρή εκδίκηση. Ο κινηματογράφος, το ντοκιμαντέρ ξαναβρίσκει τη δύναμή του και καθηλώνει. 

M.M.