10/2/14

Dallas Buyers Club (Jean-Marc Vallée, 2013)




Μέχρι το 2009 ο Matthew McConaughey ήταν βασικά γνωστός για δυο λόγους: για την χαρακτηριστική προφορά και εκφορά του λόγου του, καθώς και -κυρίως- για τη συνήθειά του να... πετάει το μπλουζάκι του με κάθε δυνατή ευκαιρία, προσφέροντας το απαραίτητο, για εμπορικούς ασφαλώς λόγους, οφθαλμόλουτρο στο γυναικείο κοινό. Έτσι η φιλμογραφία του περιελάμβανε, κατά κύριο λόγο, ταινίες αναλόγου περιεχομένου, όπως τα How To Lose A Guy In Ten Days (2003), Failure To Launch (2006), Wedding Planner (2001)Σαχάρα (2005), στο πλευρό κυριών της ρομαντικής κωμωδίας («κομεντί» ελληνιστί), όπως η Kate Hudson, η Sarah Jessica Parker και η Jennifer Lopez…

Και ξαφνικά, με την αλλαγή της δεκαετίας, έρχεται η απόλυτη μεταμόρφωση. Τη στιγμή που αρκετοί άλλοι μεγάλοι «γόηδες» του Χόλιγουντ, όπως για παράδειγμα ο Johnny Depp, προτιμούν δυστυχώς να θυσιάζουν το ταλέντο τους και κάνουν ολοένα και πιο συμβατικές επιλογές, o McConaughey, διατηρώντας βεβαίως την ιδιαίτερη προφορά του, πραγματοποιεί ένα εντυπωσιακό πέρασμα από τον εμπορικό κινηματογράφο σε πιο ποιοτικές επιλογές, με ταινίες όπως το Mud (2012), Killer Joe (2011), The Paperboy (2012), συνεργαζόμενος με σημαντικούς σκηνοθέτες, «τσαλακώνοντας» διαρκώς την ζεν-πρεμιέ εικόνα του. Ακόμα και το σύντομο πέρασμά του από το Wolf of Wall Street (2013) του Scorsese αποτελεί μια από τις καλύτερες στιγμές της μετριότατης -κατά την άποψή μου- νέας ταινίας του σπουδαίου σκηνοθέτη.



Η συμμετοχή του στο επερχόμενο και πολυαναμενόμενο Interstellar του Christopher Nolan, αλλά και η τηλεοπτική σειρά «True Detective», έρχονται να προσθέσουν μερικούς ακόμα πόντους στη διαπίστωση ότι ο McConaughey ίσως είναι τελικά ο καλύτερος αμερικανός ηθοποιός της γενιάς του.

Στο Dallas Byers Club ο τεξανός ηθοποιός ερμηνεύει έναν white-trash ηλεκτρολόγο και σκληρό καουμπόι ροντέο, ο οποίος μετά από ένα ατύχημα μαθαίνει ότι πάσχει από τον ιό H.I.V. και ότι του απομένουν μόλις 30 μέρες ζωής. Αντιμέτωπος με το AIDS, την έλλειψη ενημέρωσης και θεραπείας στα μέσα της δεκαετίας του 80, τα συμφέροντα των μεγάλων αμερικανικών φαρμακευτικών βιομηχανιών, την redneck κοινωνία του «Deep South», αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό και την ομοφοβία του, ο Ρον Γούντρουφ θα βρει έναν αναπάντεχο σύμμαχο στο πρόσωπο της Ράγιον, μιας οροθετικής τρανσέξουαλ (Jared Leto), με την οποία μοιράζεται το ίδιο πάθος για ζωή.
Η ταινία βασίζεται στην πραγματική ιστορία του Γούντρουφ, ο οποίος ίδρυσε τριένα «κλαμπ» στο οποίο οι οροθετικοί του Τέξας είχαν πρόσβαση σε φάρμακα με μηνιαία συνδρομή.

Αποφεύγοντας περίτεχνα τον διδακτισμό, ο καναδός σκηνοθέτης Jean-Marc Vallée (του C.R.A.Z.Y, 2005), προσεγγίζει ένα ευαίσθητο θέμα, χωρίς υπερβολικούς μελοδραματισμούς και ευκολίες, στις οποίες μας έχουν συνηθίσει οι χολιγουντιανές biopics (=βιογραφικές ταινίες). 
Εθισμένος σε κάθε ναρκωτική ουσία, αλκοολικός, σεξομανής, ομοφοβικός και βίαιος, ο Ρον θα παλέψει με κάθε τρόπο για την επιβίωσή του, πέρα από τις 30 ημέρες που του δίνουν οι γιατροί. Θα πολεμήσει τη διαπλοκή την οποία υπηρετεί η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων στις ΗΠΑ (F.D.A.), όχι εξαιτίας κάποιας προσωπικής ιδεολογίας ή κάποια τάσης δονκιχωτισμού, αλλά επειδή θέλει πραγματικά να επιβιώσει - και στην αρχή να βγάλει και κάποιο κέρδος. Αν στην πορεία καταφέρει να «γκρεμίσει» πολλά στεγανά στην πιο συντηρητική πολιτεία των ΗΠΑ και να βοηθήσει πολλούς απ’ αυτούς τους οποίους μέχρι πρότινος απεχθανόταν και έβριζε (τους ομοφυλόφιλους δηλαδή), θα το δεχθεί, χωρίς ωστόσο να το κάνει ποτέ «σημαία» του... Και σε αυτό ακριβώς το σημείο υπάρχει η πραγματική, εξαιρετικά σκληρή μεν, αλλά ουσιαστική ανθρωπιά της ταινίας, πέρα από κάθε κινηματογραφικό και politically correct εξωραϊσμό. Το Dallas Byers Club δεν είναι μια «αγιογραφία». Ο Γούντρουφ δεν είναι, ούτε γίνεται ποτέ ένας ιδεαλιστής ήρωας, τον οποίο εξυμνεί η ταινία. Αντιθέτως παραμένει ένας άνθρωπος γεμάτος πάθη, μειονεκτήματα και αντιθέσεις, που βοηθώντας τον εαυτό του θα βοηθήσει και τους άλλους – μια ατομιστική παραλλαγή του αγαπημένου στις ΗΠΑ γνωμικού, «ο Θεός βοηθάει αυτόν ο οποίος βοηθάει τον εαυτό του». 

Εξαιρετικές οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών, McConaughey και Leto, χάρη βεβαίως και σε έναν σκηνοθέτη ο οποίος δείχνει ότι ξέρει πολύ καλά να παίρνει αυτό που θέλει από τους ηθοποιούς του, σε μια από τις πιο ανθρώπινες και «γεμάτες», από κάθε άποψη, ταινίες της χρονιάς.



A. T.