28/10/11

The Last Farm / Two birds (Runar Runarsson)

Επειδή είμαι σε φεστιβαλικό κλίμα, θα κάνω ένα μικρό φλας μπακ και θα γυρίσω στις Νύχτες Πρεμιέρας για να μοιραστώ μαζί σας την πιο ωραία αποκάλυψη του φεστιβάλ, τις δύο μικρού μήκους ταινίες του Ισλανδού Runar Runarsson, ο οποίος έχει βραβευθεί από πολλά φεστιβάλ και δικαίως. Και οι δύο ταινίες του είναι άψογες, τεχνικά και αισθητικά, ενώ ταυτόχρονα καταφέρνουν μέσα από την απλότητά τους να βγάλουν συναίσθημα. Και αναφέρω τις δύο αυτές ταινίες και όχι την τρίτη του, επειδή λειτουργούν συμπληρωματικά, σαν flip side η μία της άλλης. Δύο παράξενες και οδυνηρές ερωτικές ιστορίες, η μία στο τέλος της η άλλη στην αρχή της, η μία στην τρίτη ηλικία η άλλη στην εφηβική. Δυστυχώς δεν κατάφερα να δω την μεγάλου μήκους του Volcano αλλά, πού θα πάει, θα τη βρω κάπου.
Μ.Μ.  

 
   

26/10/11

La piel que habito (Pedro Almodovar, 2011)




Πριν από μερικά χρόνια είχα βρεθεί σε μια ομιλία του Τονίνο Μπενακουίστα, του γνωστού Γαλλο-Ιταλού συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων και σεναριογράφου, με θέμα τις διασκευές λογοτεχνικών έργων στον κινηματογράφο. Όταν πήγε η συζήτηση στα βιβλία για τα οποία θεωρούσε πως είναι αδύνατον να μεταφερθούν στον κινηματογράφο, το παράδειγμα που ανέφερε ήταν η "Μυγαλή" του Τιερί Ζονκέ. Συνέχισε όμως τονίζοντας ότι, μόλις έμαθε ότι τα δικαιώματα για τον κινηματογράφο τα έχει πάρει ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, άλλαξε γνώμη. "Αν υπήρχε ένας σκηνοθέτης ικανός να αναλάβει το ρίσκο αυτού του σεναρίου, δεν ήταν άλλος από τον Ισπανό" ήταν η άποψή του. 

Αυτά τα λόγια βεβαίως ήταν αρκετά για να με πείσουν να αναζητήσω το βιβλίο του Ζονκέ, ώστε να καταλάβω τι εννοούσε ο Μπενακουίστα. Πράγματι, είναι ένα βιβλίο που σε κρατάει καθηλωμένο, όσο διαβάζεις δύο παράλληλες ιστορίες που σιγά σιγά ενώνονται, ώσπου να αποκαλυφθεί το μεγάλο μυστικό της αποτρόπαιης ιστορίας εκδίκησης. Πρόκειται ουσιαστικά για μια κλασική ιστορία εκδίκησης, εμπλουτισμένη με τις δυνατότητες της πλαστικής χειρουργικής, την τρανσγένεση και την μετάλλαξη. Ασφαλώς, αν έχεις διαβάσει το βιβλίο, σου χαλάει κάπως τις εκπλήξεις της ταινίας. Αλλά ακόμα κι έτσι, ο Αλμοδόβαρ καταφέρνει να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον, μεταλλάσσοντας και την ίδια την πλοκή ώστε να την προσαρμόσει στο δικό του σύμπαν. Πρώτα απ' όλα, ανατρέπει τη δομή των παράλληλων αφηγήσεων, προτιμώντας το φλας μπακ. Δίνει το γνωστό μελοδραματικό τόνο, μέσω της μουσικής του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας αλλά και κάποιων υπερβολικών ερμηνειών,  μερικές φορές τόσο μελοδραματικές που προκαλούν γέλιο (όπως στο τρομερό τέλος του, αλλά και σε κάποια διάσπαρτα αστεία στην ταινία που απευθύνονται μόνο σε ισπανόφωνους). Εστιάζει στα αντικείμενα-φετίχ, στο δέρμα, επιμένει στην ηδονοβλεπτική χρήση της οθόνης-κάδρου, επιλέγει ένα ψυχρό στιλ σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες του, που κάποιες στιγμές θυμίζει το ιταλικό giallo. Χρησιμοποιεί τους κλασικούς του ηθοποιούς, τον Αντόνιο Μπαντέρας και τη Μαρίσα Παρέδες, καλεί τον Γκωτιέ να φτιάξει τα κοστούμια του, προσθέτει εντελώς δικά του μοτίβα όπως το επαναλαμβανόμενο τραγούδι που σημαδεύει τις μεταστροφές των ηρωίδων, δείχνει για άλλη μια φορά την προτίμησή του για τον κόσμο και την ψυχοσύνθεση των γυναικών. Οι άντρες της ταινίες είναι ως συνήθως καρικατούρες, από το χειρουργό που ξεκινάει ένα τρελό σχέδιο εκδίκησης χωρίς να υπάρχει καν πραγματικός λόγος, μέχρι τον έφηβο που χαπακώνεται με τις αγαπημένες του pastillas, μέχρι τον παροιμιωδώς γελοίο Τίγρη.  
Αναρωτιόμουν βέβαια όταν διάβαζα το βιβλίο, ποια/ποιος ηθοποιός θα μπορούσε να ενσαρκώσει το τρανσγενετικό υβρίδιο του σύγχρονου Φρανκενστάιν: η Έλενα Ανάγια αποδεικνύεται ιδανική για το ρόλο, με μια απόκοσμη σεξουαλικότητα που ταιριάζει απόλυτα στον Αλμοδόβαρ. Ο Ισπανός σκηνοθέτης επιστρέφει με μία από τις καλύτερες ταινίες του της τελευταίας δεκαετίας, έχοντας πλέον αφομοιώσει με μοναδικό τρόπο τις κινηματογραφικές και λογοτεχνικές αναφορές του, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να διασκεδάζει με το παιχνίδι της αυτοαναφορικότητας.    
M.M.