25/1/11

Ο Κυνόδοντας στα βραβεία Όσκαρ

Μετά από 33 χρόνια μια ελληνική ταινία θα διεκδικήσει το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, στην 83η τελετή της απονομής των γνωστών βραβείων της Αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου. Ο Κυνόδοντας του Γιώργου Λάνθιμου, μετά λοιπόν από τη βράβευση του στο Φεστιβάλ των Κανών στην κατηγορία 'Ένα Κάποιο Βλέμμα', επιλέχθηκε τελικά στην πεντάδα για την καλύτερη ξένη ταινία της χρονιάς.
Η πρώτη ελληνική συμμετοχή ήταν το 1963, με την Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη ενώ έναν μετά, το 1964, τα Κόκκινα φανάρια του Βασίλη Γεωργιάδη, βρέθηκαν στην ίδια πεντάδα με το 8 ½ του Φεντερίκο Φελίνι που απέσπασε τελικά το βραβείο. Μια ακόμη ταινία του Γεωργιάδη, το Το χώμα βάφτηκε κόκκινο διεκδίκησε το Όσκαρ το 1966, ενώ το 1978 και πάλι ο Κακογιάννης θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα με την Ιφιγένεια. Ο Γιώργος Λάνθιμος γίνεται έτσι ο τρίτος μόλις Έλληνας σκηνοθέτης που θα συμμετάσχει στην εν λόγω κατηγορία. Περισσότερα για την ταινία γράφει ο Μιχάλης εδώ.
Ενώ εδώ θα βρείτε το βίντεο της ανακοίνωσης των τελικών υποψηφιοτήτων καθώς και τη λίστα με τις υπόλοιπες κατηγορίες των φετινών βραβείων.

Α.Τ.

24/1/11

Biutiful Hereafter

Δύο ταινίες δύο μεγάλων σκηνοθετών αναμετρώνται με κοινό θέμα τον θάνατο, το πριν και το μετά. Για κανέναν από τους δύο βέβαια δεν αποτελεί καινούριο θέμα. Και οι τέσσερις ταινίες του Μεξικανού Inarritu, αλλά και οι περισσότερες πρόσφατες ταινίες του Clint Eastwood (για να μην πούμε για τις παλαιότερες) περιστρέφονται γύρω από το θέμα του θανάτου. Ο καθένας πιστός στο είδος του, στις υπαρξιακές του αναζητήσεις, στον κινηματογράφο που υπηρετεί.

Hereafter (Clint Eastwood, 2010)


Θα μπορούσε κανείς να πει ότι στο Hereafter ο Eastwood δανείζεται τη σεναριακή δομή των προηγούμενων ταινιών του Inarritu και του μέχρι πρότινος σεναριογράφου του Guillermo Arriaga, με τρεις παράλληλες ιστορίες που συνδέονται στο φινάλε. Η κάθε ιστορία περιλαμβάνει έναν διαφορετικό τρόπο σχέσης με το θάνατο. Ένας Αμερικάνος, πρώην μέντιουμ, που θέλει να σταματήσει να επικοινωνεί με τους νεκρούς και να ζήσει μια κανονική ζωή, μία Γαλλίδα τηλεπαρουσιάστρια που ζει μία μεταθανάτια εμπειρία χτυπημένη από το φονικό τσουνάμι, ένα Αγγλάκι που πενθεί για το δίδυμο αδερφό του. Η εξέλιξη της ταινίας είναι λίγο πολύ προβλέψιμη: ο κάθε χαρακτήρας αδυνατεί να αντιμετωπίσει μόνος του τα φαντάσματά του και η μόνη λύση μπορεί να προκύψει αν συναντηθούν οι δρόμοι τους. Η αφορμή για την "τυχαία" συνάντησή τους είναι τρία παράλληλα "readings": reading ενός βιβλίου του Ντίκενς, αγαπημένου συγγραφέα του πρωταγωνιστή, reading του βιβλίου της Γαλλίδας όπου πραγματεύεται τη μεταθανάτια εμπειρία, "reading" του μέντιουμ ή αλλιώς επικοινωνία με το νεκρό αδερφάκι.
H καλύτερη ταινία του Eastwood δεν είναι σε καμία περίπτωση. Όπως και το Changeling, πριν κάποια χρόνια, δεν είναι η ταινία που θα σου μείνει καρφωμένη στο μυαλό, είναι χαμηλών τόνων, αλλά χάρη στον δεξιοτεχνικό χειρισμό της (αναμενόμενης έστω) πλοκής προκαλεί τη συγκίνηση, με τρόπο που μόνο ένας από τους τελευταίους κλασικούς του Hollywood μπορεί να το κάνει. Δεν λείπουν τα κλισέ βέβαια, ιδίως όσον αφορά την απεικόνιση των Ευρωπαίων, αλλά είναι και αυτό χαρακτηριστικό του Hollywood. Όπως άλλωστε και η χρήση των εφέ στη σκηνή καταστροφής του τσουνάμι, που θα ζήλευε ακόμα και ο Spielberg. Η μεταφυσική επικοινωνία με τους νεκρούς δεν είναι το κύριο θέμα του Eastwood, αλλά η αφορμή για τις υπαρξιακές αναζητήσεις του. Πρώτα απ' όλα τον ενδιαφέρουν οι ζωντανοί, πώς συνεχίζουν να ζουν, πώς ξεπερνούν το θάνατο, πώς βρίσκουν παρηγοριά στους άλλους.






Biutiful (Alejandro González Inárritu, 2010)



Όσο για την ταινία του Inarritu, Biutiful, κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για κλισέ. Αντίθετα με ό,τι δηλώνει ο ειρωνικός τίτλος, ο Inarritu κινηματογραφεί την πιο άσχημη Βαρκελώνη που έχουμε δει ποτέ σε ταινία, πολύ μακριά από τη στερεοτυπική (έως και ανύπαρκτη) εκδοχή της Ισπανίας που παρουσίασε πρόσφατα ο Woody Allen. Για πρώτη φορά χωρίς τον σεναριογράφο που τον συνόδευσε στις προηγούμενες ταινίες του, εγκαταλείπει τη σπονδυλωτή δομή και αφήνει τον πρωταγωνιστή του να σηκώσει μόνος το βάρος όλου του κόσμου. Καρκίνος σε τελικό στάδιο, δύο παιδιά στο έλεος μιας διπολικής μάνας, οικονομικοί μετανάστες από την Κίνα και την Αφρική που οδηγούνται από λάθος του στο θάνατο ή στη φυλακή, επικοινωνία με τους νεκρούς (και εδώ), παγκοσμιοποίηση, νεοφιλελευθερισμός, οικονομική κρίση, αδυσώπητοι εργολάβοι, ανεργία, διαφθορά, κόκκινα ούρα, μούχλα στο ταβάνι. Όλα Biutiful.
Και για να μην παρεξηγηθώ, η ταινία είναι πράγματι Biutiful: το κυνηγητό αστυνομίας-Αφρικανών στο αγνώριστο κέντρο της Βαρκελώνης, η μελαγχολία της σκηνής με τα δύο αδέρφια στο κλαμπ ή πολλές από τις οικογενειακές στιγμές είναι σπουδαία δείγματα σκηνοθεσίας. Πάνω απ' όλα βέβαια, τα εύσημα ανήκουν στον Javier Bardem, που βγαίνει αλώβητος από την όλη δοκιμασία, χαρίζοντας αυθεντικότητα στο εγχείρημα που ίσως χωρίς αυτόν να έμοιαζε περισσότερο με διανοητική κατασκευή.
Το συμπέρασμα στο οποίο θέλω να καταλήξω είναι ότι, αν στο ένα άκρο βρίσκεται το Hollywood, όπου όλα λύνονται και όλα ξεπερνιούνται, ο Inarritu βρίσκεται στο άλλο άκρο, εκεί όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για φετιχοποίηση της μιζέριας. Αν στον Eastwood η δυστυχία και ο ανθρώπινος πόνος γίνονται αφορμή για μια υπαρξιακή αναζήτηση και μια συγκινητική ταινία, ο Inarritu φαίνεται να θέτει ως αντικείμενο αναζήτησης την ίδια τη δυστυχία, σαν να πρέπει να χωρέσει όλη την αθλιότητα του κόσμου σε μία ταινία. Ακόμα και το μοναδικό αισιόδοξο μήνυμα που μένει από το Biutiful, περί εμπιστοσύνης στους ανθρώπους και αλληλεγγύης, ο Μεξικανός σκηνοθέτης δεν μας αφήνει καν να το πιστέψουμε, αφήνοντάς το αιωρούμενο, ίσως για να μην θεωρηθεί ως happy end.
M.M.


21/1/11

Τα Δωδεκάνησα στον κινηματογράφο

Αναδημοσιεύω εδώ ένα κείμενο το οποίο είχα γράψει το καλοκαίρι του 2010 για το περιοδικό ''Dodekanisos Express'' σχετικά με ταινίες που γυρίστηκαν στα Δωδεκάνησα...

Ο κινηματογράφος πάντοτε γοητευόταν από τα ελληνικά νησιά. Επόμενο λοιπόν, η σχέση της Δωδεκανήσου με την έβδομη τέχνη να είναι από παλιά αρκετά στενή. Η φυσική και ιδιαίτερη ομορφιά της περιοχής καθώς και η σπουδαία ιστορία της, την μετέτρεψαν συχνά σε κινηματογραφικό πλατό που φιλοξένησε πολυάριθμες ελληνικές αλλά και ξένες παραγωγές.
Τα Δωδεκάνησα πρωτοεμφανίζονται στη μεγάλη οθόνη στα κινηματογραφικά επίκαιρα τα οποία γυρίζουν ιταλοί οπερατέρ στη Ρόδο, κατά την περίοδο της ιταλικής κατοχής. Το 1948 ο Μιχάλης Γαζιάδης, ένας από τους πρωτοπόρους του ελληνικού κινηματογράφου, έρχεται στη Ρόδο για τα γυρίσματα της Άννας Ροδίτη (Anna of Rhodes), μιας από τις σημαντικότερες μεταπολεμικές παραγωγές με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, την οποία μάλιστα οι δημιουργοί της αφιερώνουν στο « μαρτυρικό λαό της Δωδεκανήσου ». Χαρακτηριστικές οι σκηνές στο Καστέλο, την οδό Ιπποτών, το λιμάνι της πόλης, καθώς και την Φιλέρημο και την κοιλάδα των Πεταλούδων, σε μια από τις πλουσιότερες κινηματογραφικές απεικονίσεις της Ρόδου. Δύο χρόνια αργότερα η ταινία μικρού μήκους Κώς του Π. Μεραβίδη, γυρισμένη στο ομώνυμο νησί, αποτελεί μια από τις πρώτες έγχρωμες ελληνικές παραγωγές.

« Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα ; ».

Κατά την δεκαετία του ‘60, την χρυσή περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου, αρκετές είναι οι εγχώριες παραγωγές που επιλέγουν ως φυσικό σκηνικό τα Δωδεκανήσα. Πρώτος ο Λ. Κωνσταντάρας με τον Ανδρέα Κακαβά έρχεται για Κρουαζιέρα στη Ρόδο (1960, σκηνοθεσία Γιάννης Δαλιανίδης), για να ακολουθήσουν οι « εξωτικές » Νύχτες στο Μιραμάρε (1960, σκην. Ορέστης Λάσκος) με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη. Κλασσικές πλέον είναι οι σκηνές στις πηγές της Καλλιθέας στην ταινία Το Δόλωμα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη (1964, σκην. Αλέκος Σακελλάριος). Την Κω και τις βόλτες με τα ποδήλατα προτιμά η Τζένυ Καρέζη στο Ποιά είναι η Μαργαρίτα ; (1961), υπό τους ήχους του « Μαργαρίτα Μαργαρώ » του Μίκη Θεοδωράκη. Στα Κορίτσια για Φίλημα (1965, σκην. Δαλιανίδης) η Ρένα Βλαχοπούλου, η Μάρθα Καραγιάννη, η Ζωή Λάσκαρη, ο Ανδρέας Ντούζος και ο Κώστας Βουτσάς φλερτάρουν και χορεύουν στην Παλιά Πόλη και με φόντο τα αξιοθέατα της κοσμοπολίτικης Ρόδου. O Λ. Κωσταντάρας επιστρέφει και πάλι στη Ρόδο με το Κάτι κουρασμένα παλικάρια (1967, σκην. Ντίνος Δημόπουλος), όπου κυνηγά την Νόρα Βαλσάμη στη μεσαιωνική πόλη και φαντασιώνεται την ιπποτική της αποπλάνηση στο «Ήχος και Φως», σε μια από τις καλύτερες ταινίες του είδους « καλοκαιρινές διακοπές στις πρώτες μεγάλες τουριστικές εγκαταστάσεις » που γυρίζονταν τότε.

« Οι τουρίστες από το Hollywood »

Η δεκαετία όμως του ‘60 χαρακτηρίζεται και από τις πρώτες επισκέψεις των ξένων κινηματογραφικών συνεργείων. Από τους πλέον αναγνωρίσιμους στάρ της εποχής, ο Yul Brynner επισκέπτεται τη Λίνδο για να πρωταγωνιστήσει στην κωμωδία Sunrise Package (1960, σκην. Stanley Donen). Την επόμενη χρονιά έρχεται στη Ρόδο μια από τις μεγαλύτερες παραγωγές που έχουν γυριστεί ποτέ στην Ελλάδα. Αν και η ιστορία διαδραματίζεται στο Ναβαρόνε, ένα φανταστικό νησί του Αιγαίου, και την Κέρο (πιθανή αναφορά στην μάχη της Λέρου κατά τον Β' Παγκ. Πόλεμο), Τα κανόνια του Ναβαρόνε με τις εξαιρετικές πολεμικές σκηνές και το λαμπρό χολυγουντιανό καστ (Gregory Peck, David Niven, Anthony Quinn και Irene Papas) θα αποτελέσουν την πιο διάσημη κινηματογραφική προβολή του νησιού των Ιπποτών. Σε μία από τις πρώτες της ταινίες, η Catherine Deneuve παίζει στο πλευρό του Jean-Paul Belmondo στο La chasse à l’homme, το οποίο εκτυλίσεται στη Ρόδο, ενώ ο γερμανός σκηνοθέτης Werner Herzog γυρίζει στην Κω το βραβευμένο αντιπολεμικό δράμα Lebenszeichen (1968). Την περίοδο εκείνη αναφέρονται στα Δωδεκάνησα χωρίς ωστόσο να έχουν γυριστεί εδώ : They Who Dare του Lewis Milestone με τον Dirk Bogarde (1953), το πρώτο φιλμ του Iταλού Sergio Leone Il Colosso di Rodi (1961) και το The Sponge Divers (1960) του Μάνου Ζαχαρία, ταινία γυρισμένη στη Σεβαστούπολη της Σοβιετικής Ένωσης με θέμα την Κάλυμνο.
Ακολουθεί μια περίοδος δίχως πολλές επισκέψεις από ξένα στούντιο. Το 1979 οι Roger Moore, Telly Savalas, David Niven και Claudia Cardinale έρχονται στη Ρόδο για την πολεμική περιπέτεια Escape To Athena, σε σκηνοθεσία του ελληνοαμερικάνου George Cosmatos. Στην κωμωδία High Season (1987) η Jacqueline Bisset υποδύεται μια φωτογράφο που ζεί στη Λίνδο, με συμπρωταγωνιστές τους James Fox, Kenneth Branagh και Ειρήνη Παπά. Την επόμενη χρονιά, τη Ρόδο και τη Σύμη επιλέγουν για φόντο οι βρετανοί παραγωγοί της ταινίας Pascali’s Island, με τους Ben Kingsley και Helen Mirren, σε μια από τις πιο όμορφες εικαστικά ταινίες που έχουν γυριστεί στα Δωδεκάνησα. Τρία χρόνια αργότερα η βραβευμένη με Όσκαρ ιταλική ταινία Mediterraneo καθιστά δημοφιλή τουριστικό προορισμό το Καστελλόριζο. Σε μια χρονιά όπου πολλές ξένες παραγωγές επιλέγουν την Ελλάδα, Το καλοκαίρι της Άννας/Annas Sommer (2001, σκην. Jeanine Meerapfel) γυρίζεται στη Σύμη, ενώ το 2005 ο ηθοποιός Matthew Modine πραγματοποιεί γυρίσματα στην Πάτμο για την κωμωδία Opa !. Τα μεσαιωνικά δρομάκια της παλιάς πόλης της Ρόδου μετατρέπονται με θαυμαστή πιστότητα σε αυτά της παλιάς Ιερουσαλήμ στο Ω, Ιερουσαλήμ (σκην. Elie Chouraqui, 2006), με τον γνωστό βρετανό ηθοποιό Ian Holm. Ακόμη, την ίδια χρονιά την Λίνδο επισκέπτεται ουγγρικό συνεργείο για τις ανάγκες του φιλμ Idegolo, στο οποίο εμφανίζονται οι Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς και Ναταλία Δραγούμη.

Σιγά σιγά ο ελληνικός κινηματογράφος ανακαλύπτει και πάλι τα Δωδεκάνησα. Πέρα από τα πολυάριθμα ντοκιμαντέρ γύρω από τα νησιά, το 2000 ο Αλέκος Αλεξανδράκης υποδύεται έναν φαροφύλακα που ζεί στο μικρό νησί της Χάλκης στη μυθοπλασία Το φώς που σβήνει του Βασίλη Ντούρου. Τα ιδιαίτερα τοπία της Νισύρου προστίθενται στον σινεφίλ χάρτη το 2005 με την ταινία Νοσταλγός της Ελένης Αλεξανδράκη. Θα ακολουθήσουν το 2008 στο ίδιο νησί Ο Αρσιβαρίστας και ο Άγγελος της ίδιας δημιουργού, και το Καλά κρυμμένα μυστικά, Αθανασία του Πάνου Καρκανεβάτου, ενώ το 2009 η Βάνα Μπάρμπα περνάει Τρείς νύχτες στη Νίσυρο στην ομότιτλη αμερικάνικη ταινία. Oι στενοί δεσμοί της Λουκίας Ρικάκη με τη Ρόδο αποτυπώνεται τόσο σε σκηνές του Κράτησέ με που σκηνοθετεί το 2005, όσο και στο ντοκιμαντέρ Τα παιδιά της χορωδίας (2009) στο οποίο ακολουθεί τα ταξίδια της Πειραματικής Χορωδίας του Δήμου Ροδίων. Τέλος αρκετές σκηνές γυρίζει στη Ρόδο και ο Γιάννης Σμαραγδής για το Ελ Γκρέκο (2007), γύρω από την ζωή του ελληνικής καταγωγής ζωγράφου Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.

Α.Τ.

9/1/11

Michael Curtiz - ο άνθρωπος του σινεμά



Ποτέ άλλοτε μια τόσο διάσημη ταινία δεν έχει γυριστεί από έναν τόσο παραγνωρισμένο δημιουργό. Κλασσικό αριστούργημα του αμερικάνικου κινηματογράφου και αναμφίβολα μια από τις πιο γνωστές ταινίες όλων των εποχών, το Casablanca θεμελίωσε μεν τον μύθο του Humphrey Bogart ο οποίος εξέφερε μερικές από τις διασημότερες χολυγουντιανές ατάκες (‘We will always have Paris’ και ‘Play it again Sam’), δεν εξασφάλισε όμως και την υστεροφημία του ταλαντούχου Ούγγρου σκηνοθέτη Michael Curtiz.

Όταν ο Mihaly Kertész - προτού εξαμερικανίσει το όνομά του - αποδέχεται το 1926 την πρόσκληση των αδερφών Warner να μεταναστεύσει στο Χόλλυγουντ, έχει ήδη πίσω του μια πλούσια και επιτυχημένη ευρωπαϊκή καριέρα, σκηνοθετώντας στα στούντιο της Βουδαπέστης και της Βιέννης πάνω από 50 φιλμ. Στα λίγα του φιλμ τα οποία διασώζονται μέχρι και σήμερα (δυστυχώς μόνο ένα από την ουγγρική περίοδο) διαφαίνονται ήδη κάποια βασικά στοιχεία του μετέπειτα αμερικάνικου έργου του αλλά και μια αξιοσημείωτη δυσαναλογία ανάμεσα σε ένα απλοικό σενάριο γεμάτο κλισέ (Σόδομα και Γόμορα, 1922 ή Σκλάβα Βασίλισσα, 1924) και μια καλοδουλεμένη και προσεγμένη φόρμα. Και αυτό είναι κάτι το οποίο θα σημαδέψει το έργο του, καταδικάζοντας το παράλληλα σε μια σχετική αφάνεια : σχεδόν ποτέ ο Curtiz δεν θα ενδιαφερθεί τόσο για το περιεχόμενο των ταινιών του, όσο θα παθιαστεί με την φόρμα και την πλαστικότητά τους.

Αν και η άφιξή του στην Αμερική οφειλόταν στη φήμη του ως σκηνοθέτη ιστορικών ταινιών υπερθεάματος, τα πρώτα χρόνια θα περάσει από διάφορα ‘μικρότερα’ είδη μαθαίνοντας τις χολλυγουντιανές μεθόδους παραγωγής και τους ανθρώπους του στούντιο. Το 1928 λίγο πριν την καθιέρωση του ομιλούντος κινηματογράφου, θα του ανατεθεί το Noah’s Ark, πρώτη του σημαντική αμερικανική παραγωγή à la De Mille, με περίτεχνες σκηνές πλήθους και έναν εντυπωσιακά γρήγορο, αλληγορικό πρόλογο. Σταδιακά θα καθιερωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους και πιο αξιόπιστους σκηνοθέτες της Warner, υπογράφοντας κάποιες από τις πρώτες έγχρωμες ταινίες τρόμου (Doctor X, 1932, Mystery of the Wax Museum, 1933), μικρά αριστουργήματα σύγχρονου κοινωνικού περιεχομένου (Τhe Strange Love of Molly Louvain, 1932, 20.000 Years In Sing Sing, 1933, Black Fury, 1935) - σπεσιαλιτέ του στούντιο -, κοινωνικά δράματα αλλά και αστυνομικά θρίλερ. Θα συνδέσει άλλωστε το όνομά του όσο κανείς άλλος με το στυλ της Warner Bros. Ο γερμανός συνάδελφός του William Dieterle (για τον οποίο μιλήσαμε εδώ) είχε δηλώσει μάλιστα ότι : « όταν ένας σκηνοθέτης δεν ήταν αρκετά γρήγορος ή δημιουργούσε προβλήματα, τον αντικαταστούσαν, συνήθως με τον Mike. Ο Mike έκανε τα πάντα. Ήταν ικανός να τελειώσει ένα φιλμ στις 11 και να ξεκινήσει ένα άλλο στις 13. Ήταν πολύ ταλαντούχος. Δεν ήξερε πάντοτε τι έκανε, αλλά είχε ένα μοναδικό ένστικτο...». Ένστικτο. Ίσως μια λέξη-κλειδί η οποία μπορεί να οδηγήσει τον μελετητή στην προσέγγιση της λαβυρινθώδους καριέρας του Curtiz, ενός σκηνοθέτη με συνολικά 173 ταινίες στο ενεργητικό του, με μέσο όρο τεσσάρων με πέντε περίπου τον χρόνο.

« Στις ταινίες μου βάζω όση τέχνη πιστεύω ότι το κοινό μπορεί να αντέξει », δήλωνε προκλητικά αυτός ο σκηνοθέτης ο οποίος σημάδεψε όσο λίγοι την τεχνική αλλά και την τέχνη του κινηματογράφου. Δύστροπος και αυταρχικός στα πλατώ, δημιούργησε μια κακή φήμη και συχνά κατηγορήθηκε ως σκλάβος των στούντιο, ως ένας ακόμα ικανός αλλά απρόσωπος τεχνικός, μένοντας έτσι έξω από το πάνθεον των επονομαζόμενων auteurs (δημιουργών) που έφτιαξαν τα Cahiers du Cinema. Στο πρόσωπό του όμως υπάρχει αυτό το μοναδικό χολλυγουντιανό παράδοξο : στα απρόσωπα και συχνά αφελή ή αδιάφορα σενάρια, αντιτίθεται μια προσεγμένη και εύκολα αναγνωρίσιμη φόρμα, μια μοναδική αισθητική. Το παιχνίδι με τις σκιές, η λειτουργία του καθρέφτη και του ειδώλου, τα περίτεχνα και διαφορετικά καδραρίσματα, αλλά και η θεματική της εξορίας, της περιπλάνησης και του « περήφανου επαναστάτη » τόσο στις ιστορικές του περιπέτειες (Captain Blood, The Adventures of Robin Hood, The Sea Hawk) όσο και στα φιλμ νουάρ (Mildred Pierce, 1945) ή τις δραματικές του ταινίες (Four Daughters, 1938), αποτελούν βασικούς άξονες μια ανομοιογενούς, άνισης αλλά και άκρως ενδιαφέρουσας φιλμογραφίας. Μιας καριέρας η οποία αξίζει να μελετηθεί μακριά από τη βαριά σκιά του Casablanca.

Α.Τ.