13/12/11

Ένας χωρισμός (Asghar Farhadi, 2011)

 
Στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, η ανεπίλυτη διαμάχη μεταξύ Κρέοντα και Αντιγόνης προκύπτει από τη σύγκρουση του εθιμικού-θεϊκού δικαίου με τον ανθρώπινο νόμο της πόλης, όπου στηρίζεται και όλη η τραγωδία. Στο σημερινό Ιράν, όπως το απεικονίζει ο Ασγκάρ Φαραντί στη βραβευμένη ταινία του "Ένας χωρισμός", δεν συγκρούονται οι δύο νόμοι, αλλά ο θεϊκός νόμος και η ανθρώπινη δικαιοσύνη υψώνουν διαδοχικούς τοίχους στους οποίους προσκρούουν οι ανάγκες και οι επιθυμίες των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να πλήττονται οι ανθρώπινες σχέσεις. Όπως και στην Αντιγόνη άλλωστε, μόνο που το πολυεπίπεδο ιρανικό δράμα εστιάζει ακριβώς σε αυτές τις παράπλευρες απώλειες της σύγκρουσης. 
Όλα ξεκινάνε με έναν χωρισμό, ενώπιον του δικαστηρίου, μεταξύ του Νάντερ και της Σιμίν. Ακολουθεί η"παράνομη" πρόσληψη μιας γυναίκας για να προσέχει τον πατέρα του Νάντερ που πάσχει από Αλτσχάιμερ. Εκείνη κάνει το λάθος να τον αφήσει για μια στιγμή, με αποτέλεσμα ο Νάντερ να την απολύσει και να την χτυπήσει. Αυτά τα δύο αδικήματα τους φέρνουν ξανά στο δικαστήριο, με μηνύσεις εκατέρωθεν και απειλές για εκδίκηση, για τον ξυλοδαρμό και την επακόλουθη αποβολή της γυναίκας. Οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος, όχι μόνο δεν φέρνουν πιο κοντά το χωρισμένο ζεύγος, όπως θα ήθελε η κόρη τους, αλλά τους απομακρύνουν όλο και περισσότερο, ενώ η σύγκρουση λαμβάνει κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά και η μόνη διέξοδος θα οδηγήσει και πάλι στο δικαστήριο.
Η κάμερα κινείται συνέχεια, οι διάλογοι ασταμάτητοι, τόσο που ο σκηνοθέτης δίνει την εντύπωση ότι δεν θέλει να αφήσει το θεατή του στιγμή σε ησυχία, αλλά να τον κάνει διαρκώς να σκέφτεται, να αμφιταλαντεύεται και να αλλάζει οπτική γωνία. Όπως και στην Αντιγόνη, όλοι οι ήρωες σφάλλουν και όλοι έχουν το δίκιο τους. Και οι συγκρούσεις δεν λαμβάνουν χώρα μόνο μεταξύ των πρωταγωνιστών, αλλά και στον εσωτερικό κόσμο του καθενός: ανάμεσα στο προσωπικό πείσμα και στην οικογενειακή γαλήνη, ανάμεσα στην ανάγκη φυγής και στη φλόγα ενός έρωτα που ακόμα σιγοκαίει, ανάμεσα στην εκδίκηση και την ηθική, στην τιμή και στην αλήθεια, στο φόβο του θεού και στην ανάγκη για επιβίωση, στο χρήσιμο ψέμα και στην επιβλαβή αλήθεια. Πολλαπλές συγκρούσεις στις οποίες όλοι έχουν δίκιο και όλοι αδικούνται και  ο νόμος, θεϊκός και ανθρώπινος, αντί να βοηθήσει τους αντίδικους να συμβιώσουν, τους εξωθεί στα άκρα. Και η σύγκρουση επεκτείνεται σε ολόκληρη την ιρανική κοινωνία, ανάμεσα σε δύο κοινωνικές τάξεις, ανάμεσα στην παράδοση και στον εκσυγχρονισμό. Οι μόνοι που δεν φταίνε, που παρακολουθούν τον κόσμο τους να καταρρέει αδυνατώντας να αντιδράσουν, είναι τα δύο παιδιά της ταινίας. Τα βλέμματα των δύο παιδιών είναι το μόνο αξιόπιστο βαρόμετρο, το μόνο έρεισμα δικαιοσύνης και ηθικής και, όπως φαίνεται και στο υπέροχο τέλος, αυτά θα κληθούν να αποφασίσουν για το μέλλον και να ενώσουν ξανά μια χωρισμένη χώρα.            
M.M.



22/11/11

The Black Power Mixtape 1967-1975 (Goran Olsson, 2011) & The Help (Tate Taylor, 2011)

Δύο ταινίες που κυκλοφόρησαν πρόσφατα στην Ελλάδα και παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Πανοράματος Κινηματογράφου αναφέρονται στον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα των Μαύρων στην Αμερικής της δεκαετίας του '60, από τελείως διαφορετική σκοπιά η καθεμία. Το Black Power Mixtape του Goran Olsson ανασύρει μια σειρά ανέκδοτων ντοκυμαντέρ της σουηδικής τηλεόρασης, που είχαν γυριστεί στην Αμερική από το 1967 έως το 1975, και τα συνδέει παρατακτικά ώστε να παρουσιάζουν την ιστορία των μαύρων κινημάτων της εποχής. Δεν επεμβαίνει στο μοντάζ, εξού και ο νεολογισμός mixtape, αλλά τα προβάλλει ως είχαν με μόνη παρέμβαση τη μουσική και κυρίως το σχολιασμό του περιεχομένου από συγκαιρινούς μας σχολιαστές, που είτε συμμετείχαν (Angela Davies) ή έχουν κάποια συναισθηματική σύνδεση με τα γεγονότα (Erykah Badu). To υλικό είναι πραγματικά πλούσιο αφού προσθέτει μια νέα οπτική στα τεκμήρια που έχουν διασωθεί από εκείνη την περίοδο. Ο σχολιασμός σε συνδυασμό με το λόγο που υπάρχει ήδη στις ταινίες βαραίνει κάπως την παρακολούθηση, προκαλώντας μια σχετική φλυαρία, όπως άλλωστε και κάποια ρεπορτάζ που δεν έχουν και ιδιαίτερη σχέση με το κίνημα. Αφενός, η άποψη για την Αμερική τόσο διαφορετικών ανθρώπων που κατέφθαναν τότε από την Ευρώπη για να βρεθούν στον πυρήνα των γεγονότων και να τα καταγράψουν πάντα έχει ενδιαφέρον, ιδίως αν σκεφτούμε πόσοι μεγάλοι Ευρωπαίοι σκηνοθέτες έκαναν κάτι αντίστοιχο: Αntonioni, Wenders, Godard. Αφετέρου, υπάρχει μια διπλή εξιδανίκευση και μια διπλή αφέλεια, των Ευρωπαίων της εποχής, ενθουσιασμένων με το επαναστατικό πνεύμα, και των σημερινών Αμερικανών, που αναπολούν το επαναστατικό παρελθόν. Παρόλα αυτά, το αποτέλεσμα καθόλου δεν ενοχλεί, ίσα ίσα είναι μάλλον ελκυστικό. 




Όσο για το The Help (Οι Υπηρέτριες) του Tate Taylor, δεν χωράει σύγκριση, αφού άλλωστε πρόκειται για πολύ διαφορετικές ταινίες, αλλά ο κριτικός της Guardian την κάνει με συνοπτικές διαδικασίες και χιουμοριστική διάθεση: "αν το Black Power Mixtape αποπνέει μπαρούτι, δακρυγόνο και επανάσταση, το The Help ευωδιάζει γιασεμί, μανόλια και συμφιλίωση". Και αν οι υπόλοιπες λέξεις που χρησιμοποιεί φανερώνουν μάλλον εμπάθεια, το πνεύμα συμφιλίωσης είναι σίγουρα ο βασικός στόχος της ταινίας και, απ' ό,τι δείχνουν τα αποτελέσματα στα ταμεία, τα καταφέρνει μια χαρά. Είναι άλλωστε πάγια τακτική του χολιγουντιανού ιστορικού μοντέλου: αφού αποφεύγει τα καυτά ιστορικά θέματα για αρκετά χρόνια, όταν πλέον δεν είναι αρκετά επικίνδυνα, επενδύει σε μια ταινία όπου απαλύνονται επιμελώς οι συγκρούσεις, προβάλλεται η κοινή επιθυμία και ο κοινός αγώνας για τη χειραφέτηση, ενώ αποσιωπούνται οι θυσίες, τα μέσα και οι πρωταγωνιστές του αγώνα και αποκτούν κωμικές διαστάσεις. Όλα αυτά βέβαια δεν αναιρούν ότι έχουμε να κάνουμε με ένα επιτυχημένο αμερικανικό μελόδραμα, με αρκετές δόσεις χιούμορ και μεγάλη προσοχή στα ντεκόρ και στα κοστούμια, που αποτυπώνουν το κλίμα και τα χρώματα της εποχής. Αλλά η ιστορία είναι λίγο πολύ αναμενόμενη και τη σώζουν κάποιες από τις πρωταγωνίστριες. Και σίγουρα το χαμόγελο παγώνει λίγο όταν αναλογίζεται κανείς πώς θα εκτυλίσσονταν τα πράγματα αν όντως μια νεαρή λευκή από τον αμερικανικό νότο αποφάσιζε εκείνη την εποχή να καταγράψει τα παράπονα των υπηρετριών από τα αφεντικά τους. Ο τίτλος The Help, με τη διπλή σημασία του, σε αφήνει τελικά με το πικρό συμπέρασμα: σίγουρα οι Μαύροι της Αμερικής ούτε πήραν (σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον) ούτε τελικά χρειάστηκαν τη βοήθεια των λευκών για να διεκδικήσουν τα συνταγματικά δικαιώματά τους. 


Και επειδή δεν αποκλείεται να γίνει λόγος και για όσκαρ, ας θυμηθούμε και μια ιστορία από το παρελθόν. To 1997 το ντοκυμαντέρ When We Were Kings του Leon Gast για τη μεγάλη πυγμαχική σύγκρουση του Muhammad Ali με τον πρωταθλητή George Foreman στο Ζαΐρ. Η ταινία του William Klein, Muhammad Ali, The Greatest, που γυρίστηκε την εποχή που ακόμα η υπόθεση του Άλι ήταν ακόμα καυτή, είχε αγνοηθεί και περιφρονηθεί, πόσο μάλλον επειδή συνέδεε την πορεία του Άλι με τον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα. Γι' αυτό, ως ένα μικρό αφιέρωμα θα κλείσω με ένα απόσπασμα από μια άλλη ταινία του William Klein για τον θεωρητικό ηγέτη των Μαύρων Πανθήρων. Και φυσικά όλη η δημοσίευση είναι αφιερωμένη στον συνοδοιπόρο και Δόκτωρα πλέον Αλέξανδρο Τσοποτό. What's up, Doc?



M.M.

28/10/11

The Last Farm / Two birds (Runar Runarsson)

Επειδή είμαι σε φεστιβαλικό κλίμα, θα κάνω ένα μικρό φλας μπακ και θα γυρίσω στις Νύχτες Πρεμιέρας για να μοιραστώ μαζί σας την πιο ωραία αποκάλυψη του φεστιβάλ, τις δύο μικρού μήκους ταινίες του Ισλανδού Runar Runarsson, ο οποίος έχει βραβευθεί από πολλά φεστιβάλ και δικαίως. Και οι δύο ταινίες του είναι άψογες, τεχνικά και αισθητικά, ενώ ταυτόχρονα καταφέρνουν μέσα από την απλότητά τους να βγάλουν συναίσθημα. Και αναφέρω τις δύο αυτές ταινίες και όχι την τρίτη του, επειδή λειτουργούν συμπληρωματικά, σαν flip side η μία της άλλης. Δύο παράξενες και οδυνηρές ερωτικές ιστορίες, η μία στο τέλος της η άλλη στην αρχή της, η μία στην τρίτη ηλικία η άλλη στην εφηβική. Δυστυχώς δεν κατάφερα να δω την μεγάλου μήκους του Volcano αλλά, πού θα πάει, θα τη βρω κάπου.
Μ.Μ.  

 
   

26/10/11

La piel que habito (Pedro Almodovar, 2011)




Πριν από μερικά χρόνια είχα βρεθεί σε μια ομιλία του Τονίνο Μπενακουίστα, του γνωστού Γαλλο-Ιταλού συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων και σεναριογράφου, με θέμα τις διασκευές λογοτεχνικών έργων στον κινηματογράφο. Όταν πήγε η συζήτηση στα βιβλία για τα οποία θεωρούσε πως είναι αδύνατον να μεταφερθούν στον κινηματογράφο, το παράδειγμα που ανέφερε ήταν η "Μυγαλή" του Τιερί Ζονκέ. Συνέχισε όμως τονίζοντας ότι, μόλις έμαθε ότι τα δικαιώματα για τον κινηματογράφο τα έχει πάρει ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, άλλαξε γνώμη. "Αν υπήρχε ένας σκηνοθέτης ικανός να αναλάβει το ρίσκο αυτού του σεναρίου, δεν ήταν άλλος από τον Ισπανό" ήταν η άποψή του. 

Αυτά τα λόγια βεβαίως ήταν αρκετά για να με πείσουν να αναζητήσω το βιβλίο του Ζονκέ, ώστε να καταλάβω τι εννοούσε ο Μπενακουίστα. Πράγματι, είναι ένα βιβλίο που σε κρατάει καθηλωμένο, όσο διαβάζεις δύο παράλληλες ιστορίες που σιγά σιγά ενώνονται, ώσπου να αποκαλυφθεί το μεγάλο μυστικό της αποτρόπαιης ιστορίας εκδίκησης. Πρόκειται ουσιαστικά για μια κλασική ιστορία εκδίκησης, εμπλουτισμένη με τις δυνατότητες της πλαστικής χειρουργικής, την τρανσγένεση και την μετάλλαξη. Ασφαλώς, αν έχεις διαβάσει το βιβλίο, σου χαλάει κάπως τις εκπλήξεις της ταινίας. Αλλά ακόμα κι έτσι, ο Αλμοδόβαρ καταφέρνει να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον, μεταλλάσσοντας και την ίδια την πλοκή ώστε να την προσαρμόσει στο δικό του σύμπαν. Πρώτα απ' όλα, ανατρέπει τη δομή των παράλληλων αφηγήσεων, προτιμώντας το φλας μπακ. Δίνει το γνωστό μελοδραματικό τόνο, μέσω της μουσικής του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας αλλά και κάποιων υπερβολικών ερμηνειών,  μερικές φορές τόσο μελοδραματικές που προκαλούν γέλιο (όπως στο τρομερό τέλος του, αλλά και σε κάποια διάσπαρτα αστεία στην ταινία που απευθύνονται μόνο σε ισπανόφωνους). Εστιάζει στα αντικείμενα-φετίχ, στο δέρμα, επιμένει στην ηδονοβλεπτική χρήση της οθόνης-κάδρου, επιλέγει ένα ψυχρό στιλ σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες του, που κάποιες στιγμές θυμίζει το ιταλικό giallo. Χρησιμοποιεί τους κλασικούς του ηθοποιούς, τον Αντόνιο Μπαντέρας και τη Μαρίσα Παρέδες, καλεί τον Γκωτιέ να φτιάξει τα κοστούμια του, προσθέτει εντελώς δικά του μοτίβα όπως το επαναλαμβανόμενο τραγούδι που σημαδεύει τις μεταστροφές των ηρωίδων, δείχνει για άλλη μια φορά την προτίμησή του για τον κόσμο και την ψυχοσύνθεση των γυναικών. Οι άντρες της ταινίες είναι ως συνήθως καρικατούρες, από το χειρουργό που ξεκινάει ένα τρελό σχέδιο εκδίκησης χωρίς να υπάρχει καν πραγματικός λόγος, μέχρι τον έφηβο που χαπακώνεται με τις αγαπημένες του pastillas, μέχρι τον παροιμιωδώς γελοίο Τίγρη.  
Αναρωτιόμουν βέβαια όταν διάβαζα το βιβλίο, ποια/ποιος ηθοποιός θα μπορούσε να ενσαρκώσει το τρανσγενετικό υβρίδιο του σύγχρονου Φρανκενστάιν: η Έλενα Ανάγια αποδεικνύεται ιδανική για το ρόλο, με μια απόκοσμη σεξουαλικότητα που ταιριάζει απόλυτα στον Αλμοδόβαρ. Ο Ισπανός σκηνοθέτης επιστρέφει με μία από τις καλύτερες ταινίες του της τελευταίας δεκαετίας, έχοντας πλέον αφομοιώσει με μοναδικό τρόπο τις κινηματογραφικές και λογοτεχνικές αναφορές του, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να διασκεδάζει με το παιχνίδι της αυτοαναφορικότητας.    
M.M.       

21/9/11

Win Win (Thomas McCarthy, 2011)


Μικροδικηγόρος και λούζερ προπονητής μιας μέτριας γυμνασιακής ομάδας πάλης, αγωνίζεται να φέρει χρήματα στο σπίτι για την τετραμελή οικογένειά του, να συντηρήσει το υπό διάλυση γραφείο του και να κερδίσει και κανέναν αγώνα με την ομάδα, προσπαθώντας παράλληλα να κάνει πάντοτε το ‘σωστό’ για όλους. Τα πάντα όμως αλλάζουν όταν μπαίνει απροσδόκητα στη ζωή του ένας ταλαντούχος και ατίθασος νεαρός μαθητής, ο οποίος θα γίνει ο γιός που δεν είχε ο Mike, αλλά και η ενσάρκωση των ονείρων και των προσδοκιών του.

Από τους κορυφαίους ηθοποιούς του αμερικάνικου κινηματογράφου και απαραίτητη παρουσία του Sundance, του κορυφαίου φεστιβάλ ανεξάρτητων ταινιών στις ΗΠΑ, o Paul Giamatti πρωταγωνιστεί στην τρίτη ταινία του Thomas McCarthy, καρατερίστα ηθοποιού και σκηνοθέτη, γνωστού για τις low-key κωμωδίες του, όπως το οσκαρικό The Visitor (2007). 
Εξαιρετικό μείγμα κωμωδίας και κοινωνικού δράματος, το Win Win, το οποίο φιλοξενήθηκε φέτος στις Νύχτες Πρεμιέρας της Αθήνας, ανήκει στην κατηγορία των αμερικάνικων ανεξάρτητων ταινιών που λατρεύουμε. Και με τον Paul Giamatti σε έναν ρόλο που του ταιριάζει απόλυτα, πώς να χάσει κανείς;

Στον αγώνα της καθημερινής οικογενειακής επιβίωσης και της επαγγελματικής πίεσης, ο συμπαθητικός ήρωας της ταινίας αναγκάζεται να παραβιάσει τους κανόνες της ηθικής του, στην προσπάθειά του να φέρει τον ‘προβληματικό’ νεαρό στο σωστό δρόμο, να τον βοηθήσει αλλά και να βοηθηθεί (win-win), θα παρεκκλίνει αναπόφευκτα από τις αρχές του.

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, Thomas McCarthy, καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό, αποφεύγοντας τους υπερβολικούς τόνους, ξεπερνώντας εύκολα τα όποια κλισέ και αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες από το σύνολο των ηθοποιών, ιδίως στις σκηνές των Giamatti με τους Bobby Cannavale και Jeffrey Tambor, τους δύο βοηθούς προπονητές. Μια από τις καλύτερες feel-good ταινίες της χρονιάς, που δυστυχώς δεν βγήκε τη σεζόν που μας πέρασε στις ελληνικές αίθουσες (στην Αμερική προβλήθηκε τον Μάρτιο).



Α.Τ.


27/7/11

Ταινίες εν πλώ


Καθώς αυτή την περίοδο έχουμε δυστυχώς λίγο χρόνο για να ανεβάσουμε κάτι σε αυτό εδώ το blog, επαναδημοσιεύω ένα κείμενο το οποίο έγραψα φέτος για ένα περιοδικό.

Άλλοτε ηρωικά, άλλοτε δραματικά, άλλοτε πάλι περιπετειώδη και με έντονο το φανταστικό στοιχείο, πάντοτε όμως ρομαντικά και με ποικίλα κωμικοτραγικά απρόοπτα, τα ταξίδια με πλοίο έπλασαν σιγά-σιγά την δικιά τους κινηματογραφική μυθολογία, μεταφέροντας στις καμπίνες και τα καταστρώματά τους τα βιώματα, τα όνειρα και την φαντασία των θεατών. Επιλέξαμε εδώ κάποιες ταινίες των οποίων ολόκληρη η δράση ή τουλάχιστον κάποιο χαρακτηριστικό κομμάτι διαδραματίζεται σε πλοίο. Φυσικά η λίστα είναι δεν είναι εξαντλητική...

Τα ιστορικά ταξίδια περιπέτειας
Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μεταφορικό μέσο και με τις αφηγηματικές του ρίζες στην Οδύσσεια του Ομήρου, το πλοίο στον κινηματογράφο συνδέθηκε καταρχάς άμεσα με την έννοια της περιπλάνησης. Κεντρικός χαρακτήρας ήταν συνήθως ένας « εξόριστος » και επαναστάτης ήρωας ο οποίος αναζητούσε στα θαλάσσια ταξίδια του τον δρόμο για την επιστροφή στην πατρίδα. Πέρα από τις γνωστές κινηματογραφικές μεταφορές των επικών περιπετειών του Οδυσσέα (1955) με τον Kirk Douglas ή του Ιάσονα και των Αργοναυτών (1965), ο αμερικάνικος κινηματογράφος λάτρεψε επίσης και τις πειρατικές ταινίες. Έτσι, αρκετά χρόνια πριν από την εμφάνιση του σύγχρονου πειρατή ροκ-σταρ Jack Sparrow (Johnny Depp) της τετραλογίας Οι πειρατές της Καραιβικής, στα κατάρτια των παράνομων αυτών πλοίων μεσουρανούσε ο Errol Flynn, με ταινίες όπως το Captain Blood (1935) ή το The Sea Hawk (1940) σε σκηνοθεσία του Michael Curtiz. Τέλος δεν θα μπορούσαμε μην αναφερθούμε σε κάποια κλασικά θέματα τα οποία μεταφέρθηκαν κατ’επανάληψη στη μεγάλη οθόνη: ξεχωρίζουμε τα χαρακτηριστικά 1492: Conquest of Paradise Ridley Scott (1992), το Μόμπυ Ντικ του 1956 σε σκηνοθεσία John Huston και με πρωταγωνιστή τον Gregory Peck και την Mutiny on the Bounty (1962) με τον Marlon Brando.


Ναυτικά ειδύλια
Ο ρομαντισμός που αποπνέει ένα ταξίδι στη θάλασσα φυσικό ήταν να επηρεάζει ακόμα και αυτούς τους ορκισμένους μοναχικούς ήρωες των ταινιών περιπέτειας, καθώς όχι σπάνια κατορθώνει να εξαλείψει τις όποιες συμβάσεις και κοινωνικές διαφορές, ενώνοντας τα πιο αταίριαστα, φαινομενικά, ζευγάρια. Στα καταστρώματα των πλοίων γεννήθηκαν λοιπόν ορισμένες από τις σπουδαιότερες ρομαντικές ιστορίες όπως αυτή του Love Affair (O πόνος της αγάπης, Leo McCarey, 1939) ή του Lady Eve (Η γυναίκα πειρασμός, Preston Sturges, 1941), ενώ στην μικρή οθόνη « σάλπαρε » επί δέκα χρόνια και το πασίγνωστο Love Boat.
Όσον αφορά τον ελληνικό κινηματογράφο, για τα μάτια του ναύτη Δημήτρη Παπαμιχαήλ η Αλίκη Βουγιουκλάκη μπαίνει κρυφά σε ένα αντιτορπιλικό στην Αλίκη στο Ναυτικό (1961), ακολουθώντας το παράδειγμα της Ξένιας Καλογεροπούλου στο 2000 ναύτες και ένα κορίτσι, το οποίο είχε γυριστεί ένα χρόνο πριν. Κατά τη δεκαετία του ’80 αρκετές από τις βιντεοταινίες, οι οποίες αποτελούσαν και το βασικό κομμάτι της εγχώριας παραγωγής, θα γυριστούν πάνω σε πλοία τα οποία ταξιδεύουν τους πρωταγωνιστές και τους καλοκαιρινούς τους έρωτες στα ελληνικά νησιά.
Το 1997 και μετά από πολυάριθμες κινηματογραφικές μεταφορές ο Αμερικανός σκηνοθέτης James Cameron θα σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ στα κινηματογραφικά ταμεία αφηγούμενος την γνωστή ιστορία του Τιτανικού μέσα από τον μεγάλο έρωτα ενός ζευγαριού το οποίο διασχίζει με το μοιραίο υπερωκεάνιο τον Ατλαντικό, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Σε ανάλογο κλίμα θα κινηθεί και το Poseidon, 2006, του Wolfgang Petersen, ριμέικ μιας παλιότερης ταινίας του 1972.

Υπερατλαντικά ταξίδια και μετανάστευση
Τα υπερατλαντικά ταξίδια με πλοίο απασχόλησαν ουκ ολίγες φορές τον κινηματογράφο. Ήδη το 1917 στον βουβό The Immigrant, ο Charlie Chaplin παρουσιάζει με τον μοναδικό κωμικοτραγικό του τρόπο την οδύσσεια την οποία βίωναν την εποχή εκείνη εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες με προορισμό την Αμερική, μέχρις ότου αντικρύσουν από την πλώρη το Άγαλμα της Ελευθερίας, εικόνα η οποία και σήμαινε το τέλος του θαλάσσιου ταξιδιού τους. Τη σκηνή αυτή θα αναπλάσουν στη συνέχεια πολλές άλλες ταινίες, όπως η γαλλική κωμωδία Ο χωροφύλακας στη Le gendarme à New York (1965) με τον Λουί ντε Φινές και τους συνάδελφούς του να αναστατώνουν ένα ολόκληρο υπερωκεάνιο. Τον Ατλαντικό θα διασχίσει και το Πλοίο της χαράς (1967) του Ορέστη Λάσκου, με επιβάτες τους Μίμη Φωτόπουλο, Γιάννη Γκιωνάκη και καπετάνιο τον Χρήστο Τσαγανέα. Τον ίδιο θαλάσσιο δρόμο, από την Ευρώπη δηλαδή προς την Αμερική, θα ακολουθήσουν το 2004 και οι Νύφες του Παντελή Βούλγαρη, μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές παραγωγές των τελευταίων ετών. Δύο χρόνια αργότερα τα Χαμένα Όνειρα του Emanuele Crialese αφηγούνται την ιστορία της μετανάστευσης μιας οικογένειας Σικελών στη Νέα Υόρκη των αρχών του αιώνα.



Αγωνία και μυστήριο στη θάλασσα
Πολλές φορές τα ταξίδια αναψυχής και οι διακοπές στη μεγάλη οθόνη έχουν μια απροσδόκητη και αγωνιώδη τροπή... Ο Ηρακλής Πουαρό αναλαμβάνει να εξιχνιάσει έναν φόνο σε πολυτελές κρουαζιερόπλοιο στο Έγκλημα στο Νείλο (Death in Nile, 1978), ενώ οι ρομαντικές διακοπές της Sandra Bullock στα εξωτικά νησιά ανατρέπονται στο κάτω του μετρίου Speed 2: Cruise Control (1997).

Δουλεύοντας στα πλοία...
Εκτός από τα γνωστά και παραδοσιακά επαγγέλματα στο πλοίο, ο κινηματογράφος θα παρουσιάσει αρκετές φορές μια πολύ διαφορετική άποψη για τη ζωή εν πλώ. Εγκαταλελειμένος από τους μετανάστες γονείς του, ο ‘1900’ θα περάσει όλη του τη ζωή δουλεύοντας ως τρομπετίστας σε ένα πολυτελές υπερωκεάνιο, χωρίς ποτέ ωστόσο να πατήσει το πόδι του στη γη, στο συγκινητικό φιλμ Τhe legend of 1900 (1998) του Ιταλού Giuseppe Tornatore. Στην κωμωδία Ζιγκολό της συμφοράς (Out the Sea, 1997) οι Jack Lemon και Walter Matthau προσλαμβάνονται σαν έμπειροι χορευτές σε μια κρουαζιέρα στην Καραϊβική για πλούσιες και μοναχικές κυρίες. Ενώ στο πιο πρόσφατο Ροκ εν πλώ (The boat that rocked, 2009) οι βρετανοί ραδιοπειρατές της δεκαετίας του ’60 εκπέμπουν παράνομα στα ερτζιανά rock nroll ρυθμούς από ένα πλοίο κάπου στη βόρεια θάλασσα.
Τέλος, καμία ταινία για ταξιδιωτικό μέσο δεν υπήρξε πιο ποιητική, από το τρυφερό και συνάμα πικρό Και το πλοίο φεύγει  (E la nave va) του Fellini, το οποίο γυρίστηκε  το 1983 εξ ολοκλήρου στα ιστορικά στούντιο της Cinecittà.


Α.Τ.

30/6/11

Sunset Boulevard (1950, Billy Wilder)



Όταν, εν έτει 1999, ο Μ.Ν. Shyamalan ‘σόκαρε’ το κοινό με το περίφημο twist του φινάλε της Έκτης Αίσθησης (καθιστώντας το αυτοσκοπό κάθε μέτριου μεταγενέστερου θρίλερ), μισό αιώνα νωρίτερα ο ευφυέστατος κος. Billy Wilder ξάφνιαζε - και ακόμα ξαφνιάζει - με την εκπληκτική εισαγωγή του Sunset Boulevard (Λεωφόρος της Δύσεως, 1950). Αν δεν έχετε δει παλιότερα την αριστουργηματική αυτή ταινία, τότε δεν πρόκειται να σας το χαλάσουμε με spoilers.
Φλερτάροντας με τους κώδικες του film noir (χωρίς ωστόσο να αποτελεί καθαρό δείγμα του είδους), το Sunset Boulevard αποτελεί ένα ‘σκληρό’ πορτραίτο της κλασικής εποχής του Χόλιγουντ - πιστός άλλωστε στις συνήθειές του ο Wilder, είτε πρόκειται για κωμωδία, δράμα ή πολεμική ταινία, ασκεί κριτική στη σύγχρονη αμερικάνικη κοινωνία. Η Norma Desmond (εξαιρετική στον ρόλο η Gloria Swanson), μια απολιθωμένη, ξεχασμένη σταρ του βωβού κινηματογράφου, ζει απομονωμένη στο ‘μαυσωλείο’ της, μια γκροτέσκα έπαυλη (η οποία παραπέμπει στη ντικενσιανή έπαυλη των Μεγάλων Προσδοκιών) της Sunset Boulevard στο Χόλυγουντ, προβάλλοντας συνεχώς τις παλιές της ταινίες, ονειρευόμενη τη λαμπρή επιστροφή της στη μεγάλη οθόνη. Η τυχαία γνωριμία με έναν νεαρό και καταχρεωμένο σεναριογράφο (συχνός χαρακτήρας στις ταινίες του Wilder, στο ρόλο εδώ ο William Holden) στον οποίο θα αναθέσει το σενάριο που έχει γράψει η ίδια για την επιστροφή της στα πλατό, θα οδηγήσει σε μια περίεργη και τραγική σχέση αλληλοεξάρτησης και καταστροφής.
Ποτέ άλλοτε ο κινηματογράφος και το Χόλιγουντ δεν μίλησαν με τόσο κυνισμό για τον μικρόκοσμο της κινηματογραφικής βιομηχανίας  – κάτι ανάλογο είχε τολμήσει εν μέρει το The Last Command του Josef von Sternberg το 1928. Η ταινία παραμένει αναμφίβολα η καλύτερη του είδους, καθώς ‘βλέπει’ καθαρά μέσα από το σύννεφο των ψευδαισθήσεων, εκεί όπου η Norma χάνεται, ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αντανάκλασή της. Στην πρώτη τους συνάντηση, ο σεναριογράφος αναγνωρίζει την ξεχασμένη ηθοποιό και έχουν την κλασική στιχομυθία : « Κάποτε ήσασταν μεγάλη », της λέει. « Ακόμα είμαι μεγάλη, » , απαντάει εκείνη με υπερβολική θεατρικότητα, στα όρια της παρωδίας και της τρέλας, « οι ταινίες έχουν μικρύνει ». Λίγοι όμως θυμούνται την επόμενη ατάκα του Holden : « Ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτές ».
Αυτό που εκπλήσσει και προκάλεσε μάλιστα και την οργή του μεγιστάνα της MGM, Louis B. Mayer (φημολογείται ότι σχολίασε για τον σκηνοθέτη «πώς τολμά να δαγκώνει το χέρι που τον ταϊζει ;»), είναι ο μοναδικός ρεαλισμός της ταινίας: ο Wilder και ο συν-σεναριογράφος Charles Brackett, χρησιμοποιούν κανονικές τοποθεσίες και κανονικά ονόματα (Darryl Zanuck, Αlan Ladd), τα ‘κέρινα ομοιώματα’ τα οποία παίζουν χαρτιά με την Norma είναι οι παλιοί διάσημοι ηθοποιοί Buster Keaton, Anna Q. Nilsson και H.B. Warner, ενώ ο σκηνοθέτης Cecil B. De Mille τον οποίο επισκέπτεται στα πλατώ η ηρωίδα γυρίζει μια πραγματική ταινία, το Σαμψών και Δαλιδά (1949). Η άλλοτε μεγάλη Gloria Swanson υποδύεται στην ουσία τον εαυτό της (ακόμα και μετά το Sunset Bvd δεν επέστρεψε στον κινηματογράφο), ενώ τον πιστό της μπάτλερ και παλιό σκηνοθέτη ‘Max von Mayerling’ ερμηνεύει ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου, ο Erich von Stroheim, γνωστός και ως ‘αποδιοπομπαίος τράγος’ του Χόλιγουντ. Τα αποσπάσματα άλλωστε τα οποία προβάλλονται κατά στιγμές προέρχονται από το δικό του Queen Kelly, το οποίο είχε γυρίσει το 1928 με πρωταγωνίστρια την Swanson, και το οποίο προβλήθηκε κατακρεουργημένο στο μοντάζ τέσσερα χρόνια αργότερα. 
Μια από τις σπουδαιότερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου και ένα από τα συγκλονιστικότερα φινάλε. « Εντάξει κε. De Mille, είμαι έτοιμη για το κοντινό μου »…

(για το cinemart.gr)

A.T.

28/6/11

Cinémathèque Française - Έκθεση Stanley Kubrick


Ξεκινώντας από το Μουσείο Κινηματογράφου της Φρανκφούρτης το 2004, και αφού ταξίδεψε σε Βερολίνο, Ρώμη, Μελβούρνη και άλλες πόλεις, η έκθεση αφιερωμένη στον Stanley Kubrick καταλαμβάνει, μέχρι το τέλος Ιουλίου, περίπου 1000m2 σε δύο ορόφους της Γαλλικής Ταινιοθήκης στο Παρίσι, στο εντυπωσιακό κτίριο που έχει σχεδιάσει ο αρχιτέκτονας Frank Gehry.


 Ίσως η πιο καλοστημένη και αναμφίβολα η πιο πλούσια που έχει φιλοξενήσει τα τελευταία χρόνια η Cinémathèque, η έκθεση γύρω από τον Stanley Kubrick μας ταξιδεύει, ‘εξαντλητικά’ σχεδόν, στα 48 χρόνια καριέρας και τις 16 ταινίες (μικρού και μεγάλου μήκους) ενός εκ των κορυφαίων δημιουργών του παγκόσμιου κινηματογράφου. Από τα πρώτα ‘κλικ’ του νεαρού φωτογράφου στα χρόνια τα οποία εργαζόταν στο περιοδικό Look εξερευνώντας την οπτική σύνθεση, στις πρώτες του μικρού μήκους ταινίες, περνώντας από τα κλασσικά σήμερα Lolita, Κουρδιστό Πορτοκάλι και Λάμψη, έως το Full Metal Jacket και τα Μάτια Ερμητικά Κλειστά, ο επισκέπτης ‘χάνεται’ σιγά σιγά στον γοητευτικά πολύμορφο κόσμο του Kubrick : αντικείμενα (props) και κουστούμια απ’όλες τις ταινίες του, μακέτες, σπάνιες φωτογραφίες, προσεκτικά επιλεγμένα αποσπάσματα, αφίσες, αυθεντικά σενάρια με σημειώσεις του, επιστολές για συγχαρητήρια ή για διαμαρτυρία, κάρτες και χρονοδιαγράμματα από τα γυρίσματα... 



Ελάχιστες φορές μια έκθεση καταφέρνει να μιλήσει τόσο ξεκάθαρα και τόσο ολοκληρωμένα για έναν καλλιτέχνη, δίχως διάθεση διδακτισμού και ακαδημαϊσμό, χωρίς να ‘κατευθύνει’ τον επισκέπτη, θίγοντας με απλότητα και ευκρίνεια τόσο το τεχνικό κομμάτι (οι κάμερες και οι φακοί που χρησιμοποιούσε ο τελειομανής σκηνοθέτης, ή η μακέτα του εντυπωσιακού Centrifuge του 2001:Οδύσσεια του διαστήματος), όσο και τις θεματικές του έργου του. Δεν απουσιάζουν τα ανολοκλήρωτα projects του σκηνοθέτη, όπως το μεγαλειώδες Napoleon (εκτίθενται η βιβλιοθήκη του με δεκάδες σχετικά βιβλία, καθώς οι συρταριέρες με τις χιλιάδες καρτέλες του Kubrick και των συνεργατών του με σημειώσεις γύρω από τη ζωή του γάλλου αυτοκράτορα), ή οι ταινίες τις οποίες τελικά δεν γύρισε ο ίδιος (Τεχνητή Νοημοσύνη, του Spielberg). Μια πραγματικά σπάνια και εξαιρετική ευκαιρία για να ανακαλύψει ή να ξανα-ανακαλύψει κανείς τον κινηματογράφο του Kubrick.
Έως τις 31 Ιουλίου στην Cinémathèque Française στο Παρίσι.

Για περισσότερες πληροφορίες στο site της Cinémathèque εδώ.
(Για το cinemart.gr)
A.T.

19/6/11

Barry Lyndon (Stanley Kubrick, 1975)



Η εκπληκτική έκθεση Stanley Kubrick η οποία φιλοξενείται αυτόν τον καιρό στην Cinémathèque Française του Παρισιού (σύντομα θα ακολουθήσει και σχετικό κείμενο), με παρακίνησε να ξανα-ανακαλύψω κάποιες από τις ταινίες του μεγάλου αμερικανού σκηνοθέτη. 

Το Barry Lyndon (1975) αφηγείται την άνοδο και την πτώση ενός νεαρού ιρλανδού τυχοδιώκτη (Ryan ONeal), ο οποίος διεισδύει σιγά σιγά στα μεγάλα βρετανικά σαλόνια του 19ου αιώνα. Χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο, ο ήρωας περιπλανιέται στην Ευρώπη της εποχής και διεκδικεί ό,τι ποθήσει, μεταμορφώνεται από ερωτοχτυπημένο αγόρι σε λιποτάκτη, από πιστό στρατιώτη σε κατάσκοπο, από χαρτοπαίχτη και εραστή σε αριστοκράτη σύζυγο και πατέρα. Στα πλούσια σαλόνια και τις ‘ευγενείς’ αυλές οι ήρωες του Kubrick απατούν και εξαπατούν, κλέβουν στα χαρτιά και προκαλούν ο ένας τον άλλο σε όχι και τόσο ηρωικά duels, σε έναν βίαιο από κάθε άποψη κόσμο, τον οποίο ο Kubrick παρουσιάζει με μια κάποια αποστασιοποίηση. 

Το υλικό και η ιστορία του Barry Lyndon, βασισμένο στο έργο του συγγραφέα William Thackeray, στα χέρια κάποιου άλλου σκηνοθέτη θα γινόταν ένα εντυπωσιακό αλλά άψυχο ίσως ρομαντικό swashbuckler. Ο Kubrick ωστόσο, με μικροσκοπική ακρίβεια, εξετάζει την ιστορία του Barry και μιας ολόκληρης εποχής, σαν ένας μεγάλος συγγραφέας του περασμένου αιώνα. Με τη γνωστή πλέον τελειομανία του, δεν ‘χτίζει’ απλώς ένα εκπληκτικό κινηματογραφικό σκηνικό ή μια ρεαλιστική αναπαράσταση, αλλά ζωντανεύει τα πάθη και την ατμόσφαιρα μιας εποχής, κινηματογραφεί χρησιμοποιώντας με μοναδικό τρόπο τον χρόνο και το φως. Κάθε πλάνο της ταινίας είναι ένας πανέμορφα φωτισμένος πίνακας. Χρησιμοποιώντας με εξαιρετικό τρόπο το φυσικό φως, τόσο στα εξωτερικά όσο και στα εσωτερικά πλάνα, και με τη χρήση διάφορων ειδικών φακών (στην έκθεση μαθαίνει κανείς τα πάντα γύρω από τις φωτογραφικές τεχνικές), ο Kubrick γίνεται ένας πραγματικός λουμινιστής ζωγράφος, στα χνάρια του Caravaggio ή του Georges de la Tour, με μοναδική πηγή φωτός, για παράδειγμα, τα κεριά στις περισσότερες εσωτερικές λήψεις. 

Υπό τους ήχους του φημισμένου και πένθιμου Sarabande του συνθέτη Haendel, συνοδεύουμε αυτόν τον  μπαρόκ ήρωα του Kubrick από τη δόξα στο θάνατο, σε μια από τις σπουδαιότερες και ομορφότερες οπτικά ταινίες όλων των εποχών.

Α.Τ.

23/5/11

Κάννες 2011



Με μια ταχύτατη τελετή, καμία δηλαδή σχέση με τα αμερικάνικα Όσκαρ, δόθηκαν χθές τα βραβεία του 64ου Φεστιβάλ των Καννών. Σε μια αρκετά πλούσια χρονιά, ίσως από τις καλύτερες εδώ και πολύ καιρό, ο πρόεδρος της επιτροπής Robert De Niro χρειάστηκε να απαντήσει σε ‘βαθυστόχαστες’ ερωτήσεις του τύπου « Γιατί δώσατε το βραβείου σεναρίου στοn Joseph Cedar ; » (για την ταινία Hearat Shulayim), να αντιμετωπίσει τις κουραστικές πλέον προκλήσεις του κατά τα άλλα πάντα ενδιαφέροντα Lars von Trier (ανταλλάζουμε μια δήλωση του Mallick με 40 του δανού σκηνοθέτη), ενώ στο τέλος έκανε μια διπλωματική μοιρασιά των βραβείων, δίχως πολλές εκπλήξεις. 

Σε ένα φεστιβάλ λοιπόν το οποίο φιλοξενούσε καινούργιες ταινίες από Aki Kaurismaki, Takashi Miike, Nanni Moretti, Pedro Almodovar, Nicolas Winding Refn, Nuri Bilge Ceylan, Jean-Pierre και Luc Dardenne (κυρίως διαγωνιστικό), αλλά και Kim Ki-Duk, Gus Van Sant και Bruno Dumont (στην κατηγορία Un Certain Regard), ξεχώρισε τελικά το Tree of Life του Malick (Χρυσός Φοίνικας), ο οποίος αναμενόμενα δεν εμφανίστηκε ποτέ, σε αντίθεση με τον πρωταγωνιστή του Brad Pitt, για τον οποίο λέγεται ότι το βραβείο θα μετονομαστεί πια σε Pitt dOr…  

Το Μεγάλο Βραβείο μοιράστηκε το τουρκικό αστυνομικό δράμα Once Upon A Time In Anatolia του Ceylan με τους συνήθεις υπόπτους αδελφούς Dardenne (Le Gamin au vélo), ενώ ο Refn (γνωστός από τα Pusher και Bronson) έφυγε με το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας. Η γνωστή ηθοποιός Kirsten Dunst ευχαρίστησε την επιτροπή που της έδωσε το βραβείο καλύτερης ερμηνείας για το Melancholia του εξοστακισμένου πλέον από το φεστιβάλ Trier, ενώ ο Dujardin μπορεί πλέον να ετοιμάζεται για διεθνή καριέρα μετά από τη βράβευσή του για τον ρόλο του στο The Artist του Michel Hazanavicius. Βραβείο επιτροπής στη γαλλίδα Maiwenn για το Polisse, ενώ το Un Certain Regard μοιράστηκαν εξ ημισείας ο Kim Ki-Duk και ο Andreas Dresen

Αυτά κάπως συνοπτικά για τα βραβεία και αναμένουμε τις ταινίες. Πιο αναλυτικά στο site του φεστιβάλ εδώ.

A.T.

21/5/11

Charlie Chaplin - Kid Auto Races In Venice (Henry Lehrman, 1914)


Καλοκαίρι του 1914. Ένα από τα πρώτα κινηματογραφικά συνεργεία ετοιμάζει τον βαρύ και ‘άκομψο’ εξοπλισμό του για να τραβήξει ένα φιλμ επικαίρων για τον αγώνα με παιδικά αυτοκίνητα, τύπου κάρτ της εποχής, κοντά στην αποβάθρα της Venice, στην Καλιφόρνια.

Βρίσκουν τα κατάλληλα σημεία, τις σωστές γωνίες, βάζουν τις κάμερες στις επικίνδυνες στροφές. Οι αστυνομικοί ελέγχουν το πλήθος κόσμου που έχει προσέλθει στην αποβάθρα και όλα είναι έτοιμα για τον αγώνα και τους κινηματογραφιστές μας... Κοντά όμως στη γραμμή του τερματισμού, ανάμεσα στον κόσμο, στην άκρη του πλάνου διακρίνεται ένας περίεργος τύπος. Ένας αστυνομικός προσπαθεί να τον απομακρύνει. Μοιάζει σαν να’ναι μεθυσμένος. Με αλλόκοτο ντύσιμο, κάτι ανάμεσα σε αλήτη και τζέντλεμαν, ο τύπος με το τσιγάρο στο χέρι βγάζει το καπέλο στον αστυνομικό και απομακρύνεται, μπαίνοντας όμως ακριβώς μπροστά από την κινηματογραφική μηχανή. Την αντιλαμβάνεται, κοιτά κατευθείαν στον φακό, φτιάχνεται και φεύγει, για να ξαναπεράσει όμως αμέσως μετά από μπροστά και πάλι. Ο σημερινός θεατής τον έχει πια αναγνωρίσει. Είναι ο Charlie Chaplin, και η πρώτη γνωστή εμφάνιση του ‘Αλήτη’ του... Για το τότε κοινό όμως είναι μια τελείως άγνωστη φυσιογνωμία, ένας σχετικά ενοχλητικός, μεθυσμένος περαστικός που παρεμβαίνει στην κινηματογράφιση...

Το πλάνο αλλάζει... Βλέπουμε εικόνες από το πλήθος. Και πάλι όμως ο φίλος μας είναι καθισμένος μπροστά, στην άκρη της οθόνης. Αντιλαμβάνεται την κάμερα, σηκώνεται, ποζάρει μπρος από το πλήθος, μπαίνει και πάλι μέσα στο πλάνο, μιλά με τον σκηνοθέτη δείχνοντας του σε ποιά κατεύθυνση να συνεχίσει το τράβελινγκ η κάμερα. Ο σκηνοθέτης τον σπρώχνει θυμωμένα. Όσο όμως και να τον διώχνουν από το πλάνο, ο περαστικός επανέρχεται, χαλάει τις λήψεις, δίνοντας το δικό του σόου, ενώ στο φόντο οι αγώνες συνεχίζονται και ο κόσμος μοιάζει πια να παρακολουθεί περισσότερο τον καυγά ανάμεσα στο σκηνοθέτη και τον ανεπιθύμητο ‘κομπάρσο’ παρά την ατραξιόν της ημέρας...

Ένα σπάνιο κωμικό ψευδοντοκιμαντέρ, με μια μοναδική απλότητα και παράλληλα μια σπάνια πρωτοτυπία και φρεσκάδα, έναν αιώνα σχεδόν από το γύρισμά του, το Kids Auto Races In Venice αποτελεί το ξεκίνημα μιας από τις ομορφότερες και πιο καθοριστικές ιστορίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ενώ παράλληλα θέτει και το ερώτημα για τον ηθοποιό, την ερμηνεία και τον αυτοσχεδιασμό, το κοινό και τους κομπάρσους, το ντοκιμαντέρ και την ταινία μυθοπλασίας, καθώς δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το ποιοί εμηνεύουν και ποιοί απλά παρίστανται στα γυρίσματα. Έτσι ο Chaplin υποδύεται τον περαστικό ο οποίος παίζει τον ρόλο του ηθοποιού, ενώ  ο πραγματικός σκηνοθέτης της ταινίας ερμηνεύει τον σκηνοθέτη (πρόκειται για τον Henry Lehrman). Και το πλήθος όμως το οποίο απλώς παρακολουθεί, μπλέκεται ξαφνικά με το θέαμα και γίνεται και αυτό μέρος του καθώς αντιδρά στη ‘μάχη’ ανάμεσα στον άγνωστο περαστικό-ηθοποιό και τον ηθοποιό-σκηνοθέτη, και αποτυπώνεται στον κινηματογραφικό φακό, παίζοντας ουσιαστικά το ρόλο του κοινού σε ένα ψευδο-ντοκιμαντέρ, το οποίο ο θεατής της εποχής μπορεί να δεί τόσο ως μια ταινία-fiction, όσο όμως και ως ένα φιλμ επικαίρων.

Α.Τ.

Την εξαιρετική αυτή μικρού μήκους ταινία μπορείτε να δείτε εδώ :


31/3/11

Marwencol (Jeff Malmberg, 2010)


Η τέχνη και η μυθοπλασία αποτελούσαν πάντα έναν τρόπο θεραπείας, συλλογικής ή ατομικής. Η ταινία Marwencol καταγράφει την ιστορία ενός ανθρώπου που βρίσκει την αυτοθεραπεία του στη δημιουργία.

Μετά από μια τραυματική και βάναυση επίθεση που δέχεται έξω από ένα μπαρ, ο Mark Hogancamp υφίσταται σοβαρή εγκεφαλική βλάβη, χάνει τη μνήμη του και ένα μεγάλο μέρος των κινητικών του ικανοτήτων. Για να ξεπεράσει το τραύμα του, ο Mark υιοθετεί τη δική του μέθοδο θεραπείας, κατασκευάζοντας έναν φανταστικό κόσμο στον κήπο του. Χτίζει το Marwencol, μια μικρή πόλη του Βελγίου σε κλίμακα 1/6 και πλάθει μια ιστορία που διαδραματίζεται κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με πρωταγωνιστές τον ίδιο και ανθρώπους του κοινωνικού του περίγυρου, ανάμεσα σε ιστορικές φιγούρες, με τους Αμερικανούς στρατιώτες να πολεμούν ενάντια στα SS αλλά και να εμπλέκονται σε ερωτικές περιπέτειες. Μέσα από τη μυθοπλασία που διηγείται μπροστά στην κάμερα, βλέπουμε τον Mark να ανακαλύπτει ξανά τον εαυτό του, να διαπιστώνει ότι ήταν παντρεμένος, ότι ήταν αλκοολικός, ότι είχε ιδιαίτερη προτίμηση για τα γυναικεία τακούνια. Παράλληλα, αποκαθιστά τη σχέση του με τον κόσμο: με τους παλιούς φίλους και γνωστούς, αλλά και με ανθρώπους που δείχνουν ενδιαφέρον για την τέχνη του. Ένας φωτογράφος εκδηλώνει το θαυμασμό του για τις φωτογραφίες που βγάζει ο Mark από την φανταστική πόλη του και προωθεί το έργο σε μια γκαλερί της Νέας Υόρκης. Αλλά όσο πιο πολύ βγαίνει προς τον πραγματικό έξω κόσμο, ο Mark φαίνεται να προτιμά τον κόσμο της δικής του φαντασίας.

Το επίτευγμα του ντοκιμαντέρ του Jeff Malmberg, πέρα από το ότι παρουσιάζει μια ασυνήθιστη και συναρπαστική ιστορία, είναι ότι αφήνει τον πρωταγωνιστή του να την αποκαλύψει ο ίδιος, να μιλήσει ο ίδιος για όσα του συνέβησαν, με το δικό του ρυθμό, τρόπο και λόγο, άλλοτε σοκαριστικό, άλλοτε χιουμοριστικό, σίγουρα πάντως ανθρώπινο και συγκινητικό.  

M.M. 

28/3/11

Ο Πειρασμός του Αγίου Τόνι (Veiko Ounpuu, Εσθονία, 2010)

Ο Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου είναι ένα θέμα που δεν έχει σταματήσει να εμπνέει την τέχνη από τον Μεσαίωνα, με πιο χαρακτηριστική την απεικόνισή του από τον Ιερώνυμο Μπος. Ο Εσθονός σκηνοθέτης Veiko Oupuu δανείζεται στοιχεία από τη θρησκευτική μυθολογία, για να δημιουργήσει μια ολότελα δική του εικονογραφία.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι με τις δύο μεγάλου μήκους ταινίες του ο Veiko Ounpuu έχει ήδη αποκτήσει μια ιδιαίτερη σχέση με το ελληνικό σινεφίλ κοινό:  καλύτερη σκηνοθεσία για το Autumn Ball το 2007 στη Θεσσαλονίκη, Χρυσή Αθηνά πέρυσι για τον Πειρασμό του Αγίου Τόνι (Püha Tõnu kiusamine) στην Αθήνα. Και αν στην πρώτη ταινία του οι επιρροές του εντοπίζονταν σε άλλους αγαπημένους στην Ελλάδα βοριοευρωπαίους δημιουργούς, όπως ο Καουρισμάκι ή ο Ρόι Άντερσον, ο Άγιος Τόνι ανήκει σε μια πολύ πιο σκοτεινή παράδοση: η «βρώμικη» και «υγρή» ασπρόμαυρη φωτογραφία του θυμίζουν Μπέλα Ταρ, οι δαιμονικοί χαρακτήρες αλλά και η ατμόσφαιρα του κλαμπ στον Ντέιβιντ Λιντς, οι θρησκευτικές αναφορές του και το παράδοξο στοιχείο στον Μπουνιουέλ.

Μια νεκρώσιμη ακολουθία προχωράει αργά και τελετουργικά δίπλα στη θάλασσα. Ένα αυτοκίνητο εμφανίζεται από το πουθενά, διασχίζει την παραλία και πέφτει στη θάλασσα, χωρίς κανείς από την πομπή να του δώσει σημασία. Είναι η εναρκτήρια σκηνή της ταινίας, η οποία δίνει το στίγμα για ό,τι θα ακολουθήσει: μια σειρά παράδοξων καταστάσεων στις οποίες ο Τόνι, σιωπηλός μάνατζερ ενός εργοστασίου, καλείται να ανταποκριθεί. Προσπαθεί κάθε φορά να κάνει το καλό, αλλά για κάποιο λόγο πάντα αποτυγχάνει και κάνει το χειρότερο δυνατόν. Στον κόσμο όπου ζει, έναν εφιαλτικό κόσμο κανιβαλικής βαρβαρότητας, το καλό είναι ανέφικτο. Και ο άνθρωπος που το προσπαθεί είναι καταδικασμένος να φαίνεται ως ο κατεξοχήν ηλίθιος και αφελής. 

M.M.

17/3/11

Incendies (Dennis Villeneuve, 2010)


Σύμφωνα με ένα από τα παλιά και ξεπερασμένα πλέον δόγματα περί κινηματογράφου, ο Syd Field έγραφε στο βιβλίο του Το Σενάριο ότι σε μια ταινία τα 10 πρώτα λεπτά είναι και τα πιο σημαντικά, οι 10 δηλαδή πρώτες σελίδες του σεναρίου. Ανοίγοντας με το εξαιρετικό κομμάτι των Radiohead "You and Whose Army ?" το Incendies (Μέσα από τις φλόγες, 2010) του Καναδού Dennis Villeneuve, εμένα προσωπικά με καθήλωσε από τις πρώτες κιόλας εικόνες, φέρνοντας στο μυαλό μου τη φράση αυτή του Field. 

Υποψήφια στην κατηγορία ξενόγλωσσης ταινίας στα φετινά  Όσκαρ, η μεταφορά του πολυ-υμνημένου θεατρικού έργου του Καναδού, λιβανέζικης καταγωγής, Wajdi Mouawad, το γαλλόφωνο Incendies, κατορθώνει να ισορροπήσει ανάμεσα στο οικογενειακό δράμα και το μελό, τις πολιτικές αναφορές και την αντιπολεμική κριτική, το θρίλερ μυστηρίου και την αρχαία ελληνική τραγωδία. Μια ισορροπία την οποία τελικά οι Ευρωπαίοι μπορεί να ερμηνεύσουν εύκολα ως mainstream « αμερικανιά » (sic), οι δε Αμερικάνοι να χαρακτηρίσουν ως Ευρωπαϊκή ταινία τέχνης - ένας τετριμμένος διαχωρισμός ο οποίος χρήζει αναμφίβολα ιδιαίτερης συζήτησης και επανεξέτασης. 

Κάπου στη Μέση Ανατολή, χωρίς συγκεκριμένους γεωγραφικούς προσδιορισμούς (όπως άλλωστε και στο θεατρικό έργο), οι ήρωες της οιδιπόδειας τραγωδίας του Villeuneve περιπλανιούνται, αναζητώντας την ταυτότητά τους ανάμεσα σε συντρίμια θανάτου και βίας, γυρεύοντας απαντήσεις και κάθαρση σε ένα οικογενειακό δράμα με αρκετά υπερβολικό αλλά και προβλέψιμο τέλος.  Όμως δεν είναι απλώς η αναζήτηση της λύσης και το σασπένς τα μοναδικά στοιχεία τα οποία κερδίζουν το ενδιαφέρον του θεατή. Όπως και σε προηγούμενες ταινίες  του (Maelstrom, 2000, Polytechnique, 2009), o Villeneuve αποδεικνύει ότι μπορεί να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ένα περίπλοκο σενάριο (θυμίζοντας  μάλιστα σε ορισμένα περάσματα το Gegen die Wand του Fatih Akin), με δύσκολες χρονικές μεταβάσεις, μπλέκοντας την πολιτική τόλμη με την λυρική γραφή, το σκοτεινό παρελθόν με το δυσνόητο παρόν. Μπορεί σε κάποιο βαθμό η σκηνοθεσία του να μοιάζει ακαδημαϊκή, ο σκηνοθέτης όμως από το Quebec γνωρίζει να αφηγηθεί μια ιστορία, και αυτό είναι ένα στοιχείο το οποίο μοιάζει να εκλείπει τόσο από τον σύγχρονο ευρωπαϊκό όσο και από τον αμερικάνικο κινηματογράφο.

 A.T.