19/12/10

Les Herbes Folles (Alain Resnais, 2009)


Κάπως έτσι ξεκινάει το βιβλίο L'Incident του Christian Gailly, το οποίο μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Alain Resnais στην ταινία Αγριόχορτα, ίσως στην ιδανική απόδοση του ύφους του συγγραφέα (για τη μετάφραση, ΜΜ).

Τα πόδια της δεν ήταν τα συνηθισμένα πόδια.
Εξαιτίας των ποδιών της, ήταν αναγκασμένη να πηγαίνει σε μέρη όπου δεν θα πήγαινε αν είχε συνηθισμένα πόδια.
Τα πόδια της, αέρινα, όπως άλλα πόδια είναι θαλασσινά, αν και κανονικότατα, αν και όπως όλα τα πόδια είχαν πέλμα, δάχτυλα, πέντε για την ακρίβεια, φτέρνα και κουντεπιέ, ήταν ιδιαιτέρως μακριά και λεπτά, όχι υπερβολικά μακριά, ίσως δεν ήταν καν μακριά, αλλά η λεπτότητά τους τα έκανε να φαίνονται μακριά, στην πραγματικότητα ήταν ασυνήθιστα λεπτά.
Έτσι δεν μπορούσε να αγοράσει παπούτσια οπουδήποτε, σε οποιοδήποτε μαγαζί, ήταν υποχρεωμένη να πάει στο γνωστό παπουτσάδικο στο Παρίσι, πώς το λένε να δεις, σε αυτόν το δρόμο κοντά στην πλατεία με τη στήλη, εκεί είναι ακόμα, σταθερά, ενώ λοιπόν έβγαινε από εκείνο το μαγαζί, τότε συνέβη το περιστατικό.
Ποιο περιστατικό; Α, τίποτα σοβαρό, τίποτα εξαιρετικά σημαντικό, μπορεί να συμβεί στον καθένα, απόλυτα σύνηθες, αλλά καμιά φορά το σύνηθες, το τετριμμένο, μπορεί να οδηγήσει σε. Σε τι; Αυτό θα το δούμε στη συνέχεια.
Είχε πολύ ωραία μέρα. Ο ουρανός γαλάζιος, καταγάλανος, αν και κανείς δεν τον κοιτούσε, ήταν στ’ αλήθεια γαλάζιος, αλλά δεν τον κοιτούσε κανείς επειδή ήταν αδύνατον να τον κοιτάξεις, τόσο φωτεινός ήταν που πονούσαν τα μάτια, τόσο που θα έλεγες ότι έφεγγε ένας γαλάζιος ήλιος. Με λίγα λόγια, ο καιρός ήταν υπερβολικά καλός. Και όπως συμβαίνει με όλα τα άλλα πράγματα, συμβαίνει και με τον καιρό. Όταν είναι υπερβολικά καλός, δεν υποφέρεται.
Τρεις μέρες τώρα κάνει αφόρητη ζέστη. Για την επόμενη μέρα προβλέπουν καταιγίδες. Έτσι είναι στο Παρίσι, η καλοκαιρία δεν κρατάει ποτέ πολύ, πώς; αλήθεια; συμβαίνει; ίσως, αλλά τις περισσότερες φορές ακολουθούν καταιγίδες, κάποια σχέση έχει με τις αέριες μάζες, η πολλή ζέστη φέρνει πολύ κρύο.
Εκείνη ήξερε καλά για τις αέριες μάζες, αλλά αυτή στιγμή δεν την απασχολούσαν καθόλου. Αυτό το απόγευμα ήταν μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες, αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο, διότι κατά τη γνώμη μου δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες.
Είχε πάει στο Παρίσι για να αγοράσει παπούτσια. Το μαγαζί ήταν φούρνος, ή καμίνι, όπως προτιμάει κανείς, άλλοι λένε φούρνος, άλλοι καμίνι, ανάλογα αν πρόκειται για υγρή ή για ξηρή ζέστη, πάντως ήταν κυριολεκτικά φούρνος.
Πρώτα έπρεπε να κάτσει και να περιμένει μέχρι να ελευθερωθεί μια πωλήτρια. Ήλπιζε να έρθει η συμπάθειά της, μια μικρή μελαχρινή με κοντά μαλλιά και αγορίστικο πρόσωπο, με όμορφα αμυγδαλωτά μάτια, πράσινες ανταύγειες, σαρκώδη χείλη, στην καφετιά απόχρωση του αίματος, σχεδόν βιολετί, που όταν της έπιανε το πόδι τής χάριζε μια απροσδιόριστη ευχαρίστηση.
Έπειτα να επιλέξει, να δοκιμάσει, της πήρε αρκετή ώρα, διάφορα χρώματα, μοντέλα, νούμερα, τα οποία άλλωστε ποτέ δεν συμπίπτουν, η ίδια ιστορία, αν το ήθελαν δεν θα τους ήταν καθόλου δύσκολο, αλλά ακόμα και γι’ αυτό το λίγο πρέπει να κάνουν πίσω, να συμβιβαστούν, να υποκύψουν εν τέλει.
Τελικά σταμάτησε, κατέληξε σε ένα ζευγάρι, πολύ κοντά στο χρώμα που αναζητούσε, και το οποίο, πάνω απ’ όλα, της ταίριαζε γάντι.
Τοποθέτησαν τα παπούτσια στο κουτί, ανάποδα, με το τακούνι του ενός στη μύτη του άλλου, όπως στην κούνια ή σ’ ένα διπλό φέρετρο, το παλιό όνειρο των δίδυμων εραστών, και έτοιμα, μεταξόχαρτο, κάλυμμα και όλο το κουτί μέσα σε μια πράσινη τσάντα, κλεισμένη και από τις δύο πλευρές της λαβής, με μια σειρά από κουμπιά από τα οποία το ένα ήταν ελαττωματικό, κλείνοντας το τελευταίο από αριστερά άνοιγε το πρώτο από δεξιά, σκέτος μπελάς.
Αφήστε το, είπε στην πωλήτρια. Πλήρωσε, χαιρέτισε, βγήκε. Βγαίνοντας από το μαγαζί, συνέβη το περιστατικό.
Στο πεζοδρόμιο είχε αρκετό κόσμο, ένα πλήθος αργόσυρτο, νωχελικό, μια βλοσυρή πομπή. Ο ήλιος έκαιγε, και πονούσε τα μάτια. Δεν φαντάζεται κανείς, αν όντως προσπαθεί να φανταστεί, ίσως πάλι να φαντάζεται, πόσες εστίες αντανάκλασης υπάρχουν σ’ έναν δρόμο. Συνήθως φαίνονται τα πάντα θαμπά, αλλά μόλις τα πυρώσει ο ήλιος, το γκρίζο λιώνει, η βρόμα εξαφανίζεται και από κάτω ξυπνούν, αστράφτουν, καίνε, φλέγονται, τι λέω; απανθρακώνουν το βλέμμα των ανδρών, των γυναικών.
Δεν ήταν μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες, το λέω και το ξαναλέω, η ομορφιά της ήταν μοναδική, η κομψότητά της σπάνια, και καθώς το αριστερό της χέρι ήταν απασχολημένο με τα παπούτσια, θέλησε να ανοίξει την τσάντα της για να βρει τα γυαλιά ηλίου.
Τα βρήκε, τα άνοιξε, με την άκρη του δαχτύλου της, του δείχτη, τα στερέωσε στη μύτη της, διπλή προστασία, σώμα και νους, όραση και προσωπικότητα, δύο σε ένα.
Δεν πρόλαβε να ξανακλείσει την τσάντα. Την έσπρωξαν. Της την άρπαξαν. Ποιος την άρπαξε; Ψυχραιμία.
Σκέφτηκε να φωνάξει. Άλλα τα είχε χαμένα, από έκπληξη ή από θυμό, αυτό μάλλον, είχε εξοργιστεί, είχε βγει από τα ρούχα της, είχε τραυματιστεί ψυχικά, ένιωθε ντροπή για τους συνανθρώπους της, που ανήκε στο ίδιο είδος, που γεννήθηκε μία απ’ αυτούς. Αρκέστηκε να μουρμουρίσει κάτι ακατάληπτα λόγια, να διαμαρτυρηθεί υποτονικά, ντροπαλά, αν είναι δυνατόν, τι ήταν αυτό πάλι.
Και τι να φώναζε; Κλέφτης, πιάστε τον, δεν είναι ότι δεν τα σκέφτηκε, τα σκέφτηκε, ο καθένας τα σκέφτεται σε παρόμοιες περιστάσεις, όπως όταν πνιγόμαστε, φωνάζουμε βοήθεια, βοηθήστε με, πνίγομαι, σώστε με, όσο και αν το βρίσκουμε γελοίο, έχουμε κι άλλη επιλογή; όχι, όπως με τα λόγια αγάπης, δεν προλαβαίνουμε καν να συνειδητοποιήσουμε πόσο γελοία είναι, φωνάζουμε βοήθεια, ελάτε, με σκοτώνουν, πιάστε το δολοφόνο, και όμως όχι, ούτε καν, μένουμε εκεί, παγιδευμένοι, άτολμοι, πεθαίνουμε χωρίς να τολμήσουμε να φωνάξουμε, όλοι το ξέρουν, ο μεγαλύτερος τρόμος παραμένει βουβός, μένουμε άφωνοι, με το στόμα ανοιχτό, τέλος πάντων, σημασία έχει ότι εκείνη δεν τόλμησε.
Έμεινε να κοιτάζει την μακριά πλάτη του κλέφτη, μεγάλη και γεροδεμένη, παρά τη ζέστη ήταν ντυμένος στα μαύρα, σίγουρα θα ζεσταινόταν, λένε ότι το μαύρο απορροφά και κρατάει όλη τη ζέστη, τα μαλλιά του ήταν πιασμένα κοτσίδα, η οποία αναπηδούσε καθώς έτρεχε, σπρώχνοντας, με τους ώμους, με τους αγκώνες, ήταν μεγαλόσωμος, τον κοίταξε για κάμποση ώρα μέχρι να απομακρυνθεί.
Και τώρα τι να κάνει; Να ψάξει πού να δηλώσει την κλοπή; Να ρωτήσει; Αδύνατον να ρωτήσει, ήταν ράκος, από το σοκ, από τη ζέστη, την πολυκοσμία.
Ίσως να συναντούσε τυχαία δύο αστυνομικούς, να τους εξηγούσε, να ασχολούνταν μαζί της, να την βοηθούσαν να επιστρέψει, ναι, καλή ιδέα.
Όμως δεν συνάντησε αστυνομικούς, ούτε τους έψαξε, έμεινε ακίνητη, στο πεζοδρόμιο, εμποδίζοντας τους περαστικούς, περιμένοντας, τι περίμενε; ξέρει ποτέ κανείς; να αλλάξει γνώμη ο κλέφτης, να γυρίσει πίσω μετανοιωμένος, σαν τον εραστή που έφυγε, σταμάτησε, επέστρεψε, είπε όχι, κατά βάθος δεν μπορώ, τι δεν μπορείς; να ζήσω χωρίς εκείνη. Όνειρα θερινής νυκτός, καλή μου.
Θα μπορούσε ακόμα να σταματήσει ένα ταξί, ο ταξιτζής δεν θα καταλάβαινε, δεν θα δεχόταν να την πάρει, με ύφος εγώ τα ξέρω καλά αυτά, δεν σε εμπιστεύομαι, οι αστυνομικοί θα τον έπειθαν, αλλά δεν υπήρχε ούτε ταξί ούτε αστυνομία, ήταν ξεκάθαρο, έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνη της.
Ήταν άφραγκη, χρειαζόταν λεφτά, δεν της είχε μείνει τίποτα. Είχε όμως τα παπούτσια και έτσι της ήρθε η ιδέα να τα δώσει πίσω. Μπήκε πάλι στο κατάστημα.
Πίσω στο άρωμα του δέρματος, αντίκρισε τα μάτια της μελαχρινούλας που έπιανε το πόδι κάποιας άλλης, την οποία εγκατέλειψε για να την εξυπηρετήσει. Δώστε μου μια στιγμή, είπε στην πελάτισσά της, μια πενηντάρα με ίχνη αλλοτινής ομορφιάς, και πλησίασε με αργά, παρατεταμένα βήματα.
Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; την ρώτησε, πλησιάζοντας και παρατηρώντας καλύτερα τη θλιμμένη όψη της, αλλά το μυαλό της πήγε στο χρώμα, στο μοντέλο, το ξανασκεφτήκατε; αλλάξατε γνώμη;
Διηγήθηκε τα καθέκαστα, εξήγησε, το κατάλαβαν, συμβαίνουν αυτά, και ζήτησε να της αποζημιώσουν τα παπούτσια. Ζήτησε επίσης να της τα κρατήσουν, θα ξαναπεράσω, ευχαρίστησε, χαιρέτισε, βγήκε, επέστρεψε σπίτι, ετοίμασε ένα παγωμένο μπάνιο.
Κρύο, παραήταν κρύο, προσέθεσε λίγο ζεστό νερό, χαλάρωσε μέσα στο χλιαρό νερό, σκέφτηκε, αποφάσισε ότι το αστυνομικό τμήμα δεν ήταν και τόσο επείγον, τόσες κλοπές γίνονται κάθε μέρα, ποτέ δεν βρίσκουν τους ληστές, δεν υπάρχει λόγος να βιαστώ, μόνο για τα έγγραφα του αυτοκινήτου, αν είχα πάει με αυτοκίνητο τουλάχιστον δεν θα χρειαζόταν να επιστρέψω τα παπούτσια, μα τι λες, χαζή, αφού και τα κλειδιά μέσα στην τσάντα ήταν, ευτυχώς του σπιτιού τα είχα στη ζακέτα μου, περίεργο, ποτέ δεν τα βάζω στη ζακέτα, θα έφτανα εδώ, ευτυχώς, να δω τι θα έκανα, εντάξει, θα κοιμόμουν στη Ζοζέφα, και άλλωστε ο θυρωρός έχει κλειδί, το θέμα είναι χρειαζόμουν πραγματικά παπούτσια; όχι, η αλήθεια είναι πως όχι, αν και, παρόλα αυτά, όχι, όχι, δεν είχα ανάγκη παπούτσια, λάθος μου, μου ήρθε μια ξαφνική επιθυμία, έτσι, μια μικρή ευχαρίστηση, πώς άλλοι αγοράζουν έναν δίσκο, έτσι απλά, αλλά όχι, ηρέμησε τώρα, πρέπει να δηλώσεις γρήγορα την κλοπή των εγγράφων, του μπλοκ επιταγών, των καρτών, πράγματι, πρέπει να τηλεφωνήσω στην τράπεζα, σιωπή, διάρκεια, ήχος νερού, νέες σκέψεις.
Θα πάω αύριο, θα τα κάνω όλα αύριο, σκέφτηκε, στριφογυρίζοντας μέσα στο χλιαρό νερό, αφήνοντάς το να γλιστρήσει πάνω της σαν μια κουβέρτα από νερό, όχι, έχει πολλή ζέστη, σαν ένα ελαφρύ σεντόνι από νερό.


2/12/10

The Red Shoes (Michael Powell, Emeric Pressburger, 1948)


Ένα βράδυ πήγα σινεμά με τη Γιαγιά. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα κι ήμουν ευχαριστημένη. Στις εικόνες που ήτανε στην πόρτα μια Κυρία χόρευε πάνω σ' ένα τάφο.
"Την ταινία τη λένε 'Τα Κόκκινα Παπούτσια'", μου είπε η Γιαγιά.
Μου αγόρασε ένα γλυφιτζούρι και σβήσανε τα φώτα.
Κοιτούσα τις εικόνες που τρέχαν μόνες τους πάνω στον τοίχο. Μια Κυρία είχε φορέσει κάτι κόκκινα παπούτσια και χόρευε συνέχεια, δεν μπορούσε να τα βγάλει, ούτε να σταματήσει το χορό. Όλα ήταν τόσο ωραία, που έσφιγγα με τα χέρια μου το κάθισμά μου για να μην φωνάξω, κι η Κυρία χόρευε μέσα σε κίτρινα χωράφια, πηδούσε φράχτες, χόρευε από πόλη σε πόλη, δεν μπορούσε να βγάλει τα παπούτσια της, έκλαιγε και χόρευε ώσπου να κάνει διάλειμμα το σινεμά.
Τα μάτια καρφωμένα πάνω στον άσπρο τοίχο, δεν κουνούσα διόλου, μην μου ξεφύγει καμιά εικόνα. Τα φώτα σβήσανε κι η Κυρία άρχισε πάλι να χορεύει.
"Έτσι θα είναι" σκέφτηκα "όλα τα σινεμά, θάχουνε την ίδια Κυρία με τα κόκκινα παπούτσια που θα τρέχει από σινεμά σε σινεμά για να χορέψει, γι' αυτό κάνουνε και διάλειμμα, για να προφτάσει."
Η Κυρία χόρευε όλο και πιο γρήγορα, είχε γεράσει, όταν ξαφνικά μπόρεσε να βγάλει τα παπούτσια της. Ξάπλωσε αποκαμωμένη πάνω σ' ένα τάφο, δεν άντεξα κι ετρεξα να την αγκαλιάσω, έπεσα πάνω στον τοίχο, η Κυρία τρόμαξε κι εξαφανίστηκε.
"Κυρία, Κυρία, μην τρομάζετε", φώναξα, "τελειώστε το χορό σας κι ελάτε μετά στο σπίτι να τρέξετε και πάνω στους δικούς μας τοίχους".
Αλλά η ωραία Κυρία είχε φύγει, και πάνω στον τοίχο ήταν μια άλλη εικόνα. Έπεφτε βροχή, μεγάλα δέντρα τραγουδούσαν, και τα κόκκινα παπούτσια λαμπύριζαν μόνα τους κάτω απ' το φεγγάρι.
Ήμουν ακόμα κολλημένη στον τοίχο, όταν η Γιαγιά με άρπαξε απ' τα μαλλιά, ανάψανε τα φώτα, και μια γριούλα άρχισε να πουλάει φυστίκια και πορτοκαλάδες.

Μαργαρίτα Καραπάνου, Η Κασσάνδρα και ο Λύκος
(για την αντιγραφή, ΜΜ)