19/5/10

The Elephant Man (David Lynch, 1980)


Λονδίνο, τέλη 19ου αιώνα. Ο γιατρός Φρέντερικ Τριβς ανακαλύπτει σε ένα περιφερόμενο τσίρκο έναν άνθρωπο με ακραία και απωθητική παραμόρφωση, τον Τζον Μέρικ, και τον παίρνει υπό την προστασία του. Όλη η βικτοριανή κοσμική κοινωνία ενδιαφέρεται για την περίπτωσή του, όμως υπάρχουν πάντα αυτοί που θέλουν να αποκομίσουν κάποιο κέρδος από αυτόν. Σε ποιο κόσμο ανήκει ο Τζον Μέρικ, στον επιστημονικό κόσμο, ανάμεσα στα τέρατα των πανηγυριών ή ανάμεσα στους ανθρώπους;
Οι φανατικοί του Λιντς συνήθως δεν εκτιμούν τον Άνθρωπο-Ελέφαντα, ως μία από τις λιγότερο λιντσικές ταινίες του. Γραμμική αφήγηση, ξεκάθαρο σενάριο και κατανοητοί χαρακτήρες, μια ιστορία αγάπης, ανθρωπιάς, θυσίας. Καθόλου τυχαίο άλλωστε, ο Λιντς προτάθηκε τότε για οκτώ Όσκαρ. Για τους υπόλοιπους ανθρώπους όμως είναι μία από τις σημαντικότερες ανθρωπιστικές ταινίες του κλασικού αμερικανικού κινηματογράφου, με μοναδικές ερμηνείες, ατμόσφαιρα που παραπέμπει στα καλύτερα δείγματα του εξπρεσιονισμού και μία από τις πιο διάσημες, συγκλονιστικές κραυγές στην ιστορία του κινηματογράφου.
Υπάρχει στον κινηματογράφο μια γενεαλογία του τερατώδους, του εκτρωματικού. Πριν τον Λιντς, μια σειρά σκηνοθετών και ταινιών γοητεύτηκαν από τις ακραίες παραμορφώσεις της ανθρώπινης φυσιολογίας, από τη σχέση τους με το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο και την αντιμετώπιση που αυτό επιφυλάσσει. Αν έπρεπε να αναφέρω ενδεικτικά κάποια παραδείγματα που μου έρχονται στο μυαλό, δύο ταινίες-σταθμούς, θα ήταν τα Τέρατα του Τοντ Μπράουνινγκ και το Ακόμα και οι νάνοι ξεκίνησαν μικροί του Χέρτσογκ. Αν όμως οι ταινίες αυτές αφηγούνται δύο ιστορίες εξέγερσης, η ταινία του Λιντς εστιάζει στην Κραυγή και στο μόνιμο θέμα του, το Θέαμα.
Ο Σλάβοϊ Ζίζεκ, σε ένα κείμενο όπου αναφέρεται στον Άνθρωπο Ελέφαντα του Λιντς, γράφει: «Η κραυγή, σε καμία περίπτωση δεν φανερώνει τον τρόμο του υποκειμένου μπροστά στην προοπτική να χάσει τον εαυτό του, αλλά την κατεξοχήν πράξη με την οποία εγκαινιάζεται η διάσταση της υποκειμενικότητας.» Αυτό δεν συμβαίνει με την περίφημη κραυγή του Τζον Μέρικ στον σιδηροδρομικό σταθμό («I’m not an elephant, I’m not animal, I’m a human being, I’m a man!»), που θυμίζει την κραυγή του Σάιλοκ ή την κραυγή του Δράκου του Ντίσελντορφ; Αν τα τέρατα του Μπράουνινγκ και του Χέρτσογκ ανακτούν τον εαυτό τους μέσω της εξέγερσης, το τέρας του Λιντς τον ξαναβρίσκει μέσω της κραυγής.
Σε όλο του το έργο, ο Λιντς πραγματεύεται τη διπλή όψη του θεάματος και τη διπλή φύση του ηθοποιού. Το θέατρο είναι ο κατεξοχήν τόπος μύησης, όπου το υποκείμενο αντιλαμβάνεται τη διαίρεση του κόσμου σε σκηνή και πλατεία. Η ταινία ξεκινάει με το θέαμα του Άνθρωπου-Ελέφαντα στο πανηγύρι, συνεχίζει με το ιδιωτικό θέαμα για τον γιατρό, ακολουθεί το επιστημονικό συνέδριο όπου ο γιατρός επιδεικνύει το εύρημά του, έπειτα οι κοσμικές επισκέψεις στον διάσημο πια Τζον Μέρικ που κοσμούν άλλωστε τις επιφυλλίδες, το παράνομο θέαμα που διοργανώνει ο φύλακας του νοσοκομείου, η επιστροφή του Μέρικ ανάμεσα στα τέρατα (τα οποία «εξεγείρονται» τρόπον τινά και τον απελευθερώνουν) και κλείνει με την παράσταση στο θέατρο που παρακολουθεί για πρώτη φορά στη ζωή του ο Τζον Μέρικ, για πρώτη φορά στην πλατεία αντί στη σκηνή. Όμως τη στιγμή που βιώνει την εμπειρία του θεατή, έρχεται η φίλη του ηθοποιός για να τον συστήσει στο κοινό, που θα τον χειροκροτήσει διπλά, για να επιστρέψει στη θέση του θεάματος. Ο κύκλος κλείνει, ο ήρωας βιώνει την ανέφικτη διπλή θέση του στον κόσμο και πραγματοποιεί την μοναδική πλέον επιθυμία του, να ξαπλώσει όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι.
ΜΜ
(δημοσιεύτηκε στο cinemart.gr)