19/1/10

Avatar (James Cameron, 2009)


Αποτελεί το Avatar το μέλλον του κινηματογράφου ; Τον τελευταίο καιρό κατά τον οποίο η εντυπωσιακή υπερπαραγωγή του τελειοθήρα -ήδη από την εποχή του The Abyss (1989)- James Cameron σαρώνει τα box-office, ουκ ολίγες φορές έχουμε ακούσει ή διαβάσει το παραπάνω ερώτημα.


Καταρχάς να σημειωθεί το αυτονόητο : από τεχνολογικής άποψης ο Καναδός σκηνοθέτης κατορθώνει να δώσει σε μια κινηματογραφική τεχνική ηλικίας περίπου 60 χρόνων μια εντελώς νέα διάσταση. Αναντίρρητα επομένως το Avatar αποτελεί μια καινούργια σελίδα στην ιστορία του ψηφιακού κινηματογράφου. Κατά μιά κάποια αναλογία, όπως οι πρώτες ταινίες ήχου ή οι έγχρωμες εντυπωσίαζαν το κοινό με τις νέες τους τεχνικές -πολύ συχνά ανεξάρτητα απ’αυτή καθεαυτή την ταινία-, έτσι και το Avatar δίνει την αίσθηση στον θεατή ότι παρακολουθεί κάτι το μοναδικά καινοτόμο το οποίο ουδεμία σχέση έχει με τη χρήση του 3D μέχρι σήμερα. Και έτσι είναι. Αν οι περισσότερες ταινίες του είδους προσπαθούν να « εξαγάγουν » τις εικόνες από την οθόνη στην αίθουσα, το Avatar αντίθετα βάζει το θεατή μέσα σε αυτές. Το πιο πιθανό είναι ότι σε μερικά χρόνια, ο πολύχρωμος και εκθαμβωτικός τρισδιάστατος κόσμος του Cameron θα θεωρείται ξεπερασμένος μπροστά στις νέες και εξελιγμένες χρήσεις της τεχνολογίας και του 3D format. Αλλά αν η εν λόγω τεχνική είναι, όπως φαίνεται, το μέλλον του εμπορικού –τουλάχιστον-κινηματογράφου, το Avatar θα αποτελεί σίγουρα μια ταινία-αναφορά αυτής της νέας εποχής. Καλής ή κακής είναι θέμα γούστου.


Με έντονες αναφορές στο αμερικάνικο ιμπεριαλιστικό παρελθόν και μέλλον, περνώντας από την εποχή των Ινδιάνων και το Βιετνάμ, o Cameron εκμοντερνίζει την ιστορία της Pocahontas και μας μεταφέρει σε έναν ολόδικό του και εντυπωσιακό οπτικά νέο κόσμο, τον επικίνδυνο αλλά πλούσιο σε φυσικά κοιτάσματα πλανήτη Pandora. Εκεί, οι πολύ « κακοί » μισθοφόροι μιας ιδιωτικής εταιρείας, προσπαθούν να εκδιώξουν τους ιθαγενείς με μόνο σκοπό το κέρδος. Και κάπως έτσι προχωρά η ταινία, μανιχαϊστικά και με αρκετά κλισέ. Οι « κακοί » (Αμερικανοί μεν, ιδιώτες δε) είναι πολύ κακοί, οι « καλοί » πολύ καλοί, ο ήρωας σαν τον Dances with the wolves (1990) αποκτά σταδιακά συνείδηση –μέσω πάντα του έρωτα- και αλλάζει στρατόπεδα, και ο αμερικάνικος κινηματογράφος μας δίνει μια ακόμα επιφανειακή απολογία, χωρίς οποιαδήποτε άλλο κόστος, παρά αυτό της πανάκριβης παραγωγής. Άλλωστε το έντονο οικολογικό μήνυμα, το οποίο μάλιστα είναι και της μόδας στο αμερικάνικο εμπορικό σινεμά (The Day After Tomorrow, 2012), προέρχεται από την κινηματογραφική βιομηχανία μιας ρυπογόνας χώρας που δεν υπέγραψε τη συνθήκη του Kyoto και « δεσμεύτηκε » για τα ελάχιστα στην πρόσφατη διάσκεψη της Κοπενχάγης. Αν η χολυγουντιανή βιομηχανία προχωρά σε blockbuster καταγγελίες (οξύμωρο;), η Αμερική ίσως να μην διαβάζει το μήνυμα τελικά...


Όλα αυτά βέβαια δεν μειώνουν την οπτική απόλαυση, ούτε και την κινηματογραφική σημασία του Avatar. Ο Cameron σπρώχνει στα άκρα για μια ακόμη φορά τις ψευδαισθητικές δυνατότητες του σινεμά και σαν ένας Georges Méliès του 21ου αιώνα μας δίνει μια οπτικά τέλεια μυθοπλασία, η οποία ελπίζουμε ωστόσο να μην σηματοδοτεί τον θάνατο του φιλμ προς χάριν της ψηφιακής τεχνολογίας.


A.T.


1 σχόλιο:

kioy είπε...

Υπέροχο κείμενο, με απλή γραφή, και ώριμο λόγο ισορροπεί ανάμεσα στην (περιορισμένη) κινηματογραφικότητα της ταινίας και τη σημαντικότητα της κινηματογραφικής πρωτοπορίας που συστήνει...!

Μπράβο!