19/12/10

Les Herbes Folles (Alain Resnais, 2009)


Κάπως έτσι ξεκινάει το βιβλίο L'Incident του Christian Gailly, το οποίο μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Alain Resnais στην ταινία Αγριόχορτα, ίσως στην ιδανική απόδοση του ύφους του συγγραφέα (για τη μετάφραση, ΜΜ).

Τα πόδια της δεν ήταν τα συνηθισμένα πόδια.
Εξαιτίας των ποδιών της, ήταν αναγκασμένη να πηγαίνει σε μέρη όπου δεν θα πήγαινε αν είχε συνηθισμένα πόδια.
Τα πόδια της, αέρινα, όπως άλλα πόδια είναι θαλασσινά, αν και κανονικότατα, αν και όπως όλα τα πόδια είχαν πέλμα, δάχτυλα, πέντε για την ακρίβεια, φτέρνα και κουντεπιέ, ήταν ιδιαιτέρως μακριά και λεπτά, όχι υπερβολικά μακριά, ίσως δεν ήταν καν μακριά, αλλά η λεπτότητά τους τα έκανε να φαίνονται μακριά, στην πραγματικότητα ήταν ασυνήθιστα λεπτά.
Έτσι δεν μπορούσε να αγοράσει παπούτσια οπουδήποτε, σε οποιοδήποτε μαγαζί, ήταν υποχρεωμένη να πάει στο γνωστό παπουτσάδικο στο Παρίσι, πώς το λένε να δεις, σε αυτόν το δρόμο κοντά στην πλατεία με τη στήλη, εκεί είναι ακόμα, σταθερά, ενώ λοιπόν έβγαινε από εκείνο το μαγαζί, τότε συνέβη το περιστατικό.
Ποιο περιστατικό; Α, τίποτα σοβαρό, τίποτα εξαιρετικά σημαντικό, μπορεί να συμβεί στον καθένα, απόλυτα σύνηθες, αλλά καμιά φορά το σύνηθες, το τετριμμένο, μπορεί να οδηγήσει σε. Σε τι; Αυτό θα το δούμε στη συνέχεια.
Είχε πολύ ωραία μέρα. Ο ουρανός γαλάζιος, καταγάλανος, αν και κανείς δεν τον κοιτούσε, ήταν στ’ αλήθεια γαλάζιος, αλλά δεν τον κοιτούσε κανείς επειδή ήταν αδύνατον να τον κοιτάξεις, τόσο φωτεινός ήταν που πονούσαν τα μάτια, τόσο που θα έλεγες ότι έφεγγε ένας γαλάζιος ήλιος. Με λίγα λόγια, ο καιρός ήταν υπερβολικά καλός. Και όπως συμβαίνει με όλα τα άλλα πράγματα, συμβαίνει και με τον καιρό. Όταν είναι υπερβολικά καλός, δεν υποφέρεται.
Τρεις μέρες τώρα κάνει αφόρητη ζέστη. Για την επόμενη μέρα προβλέπουν καταιγίδες. Έτσι είναι στο Παρίσι, η καλοκαιρία δεν κρατάει ποτέ πολύ, πώς; αλήθεια; συμβαίνει; ίσως, αλλά τις περισσότερες φορές ακολουθούν καταιγίδες, κάποια σχέση έχει με τις αέριες μάζες, η πολλή ζέστη φέρνει πολύ κρύο.
Εκείνη ήξερε καλά για τις αέριες μάζες, αλλά αυτή στιγμή δεν την απασχολούσαν καθόλου. Αυτό το απόγευμα ήταν μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες, αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο, διότι κατά τη γνώμη μου δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες.
Είχε πάει στο Παρίσι για να αγοράσει παπούτσια. Το μαγαζί ήταν φούρνος, ή καμίνι, όπως προτιμάει κανείς, άλλοι λένε φούρνος, άλλοι καμίνι, ανάλογα αν πρόκειται για υγρή ή για ξηρή ζέστη, πάντως ήταν κυριολεκτικά φούρνος.
Πρώτα έπρεπε να κάτσει και να περιμένει μέχρι να ελευθερωθεί μια πωλήτρια. Ήλπιζε να έρθει η συμπάθειά της, μια μικρή μελαχρινή με κοντά μαλλιά και αγορίστικο πρόσωπο, με όμορφα αμυγδαλωτά μάτια, πράσινες ανταύγειες, σαρκώδη χείλη, στην καφετιά απόχρωση του αίματος, σχεδόν βιολετί, που όταν της έπιανε το πόδι τής χάριζε μια απροσδιόριστη ευχαρίστηση.
Έπειτα να επιλέξει, να δοκιμάσει, της πήρε αρκετή ώρα, διάφορα χρώματα, μοντέλα, νούμερα, τα οποία άλλωστε ποτέ δεν συμπίπτουν, η ίδια ιστορία, αν το ήθελαν δεν θα τους ήταν καθόλου δύσκολο, αλλά ακόμα και γι’ αυτό το λίγο πρέπει να κάνουν πίσω, να συμβιβαστούν, να υποκύψουν εν τέλει.
Τελικά σταμάτησε, κατέληξε σε ένα ζευγάρι, πολύ κοντά στο χρώμα που αναζητούσε, και το οποίο, πάνω απ’ όλα, της ταίριαζε γάντι.
Τοποθέτησαν τα παπούτσια στο κουτί, ανάποδα, με το τακούνι του ενός στη μύτη του άλλου, όπως στην κούνια ή σ’ ένα διπλό φέρετρο, το παλιό όνειρο των δίδυμων εραστών, και έτοιμα, μεταξόχαρτο, κάλυμμα και όλο το κουτί μέσα σε μια πράσινη τσάντα, κλεισμένη και από τις δύο πλευρές της λαβής, με μια σειρά από κουμπιά από τα οποία το ένα ήταν ελαττωματικό, κλείνοντας το τελευταίο από αριστερά άνοιγε το πρώτο από δεξιά, σκέτος μπελάς.
Αφήστε το, είπε στην πωλήτρια. Πλήρωσε, χαιρέτισε, βγήκε. Βγαίνοντας από το μαγαζί, συνέβη το περιστατικό.
Στο πεζοδρόμιο είχε αρκετό κόσμο, ένα πλήθος αργόσυρτο, νωχελικό, μια βλοσυρή πομπή. Ο ήλιος έκαιγε, και πονούσε τα μάτια. Δεν φαντάζεται κανείς, αν όντως προσπαθεί να φανταστεί, ίσως πάλι να φαντάζεται, πόσες εστίες αντανάκλασης υπάρχουν σ’ έναν δρόμο. Συνήθως φαίνονται τα πάντα θαμπά, αλλά μόλις τα πυρώσει ο ήλιος, το γκρίζο λιώνει, η βρόμα εξαφανίζεται και από κάτω ξυπνούν, αστράφτουν, καίνε, φλέγονται, τι λέω; απανθρακώνουν το βλέμμα των ανδρών, των γυναικών.
Δεν ήταν μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες, το λέω και το ξαναλέω, η ομορφιά της ήταν μοναδική, η κομψότητά της σπάνια, και καθώς το αριστερό της χέρι ήταν απασχολημένο με τα παπούτσια, θέλησε να ανοίξει την τσάντα της για να βρει τα γυαλιά ηλίου.
Τα βρήκε, τα άνοιξε, με την άκρη του δαχτύλου της, του δείχτη, τα στερέωσε στη μύτη της, διπλή προστασία, σώμα και νους, όραση και προσωπικότητα, δύο σε ένα.
Δεν πρόλαβε να ξανακλείσει την τσάντα. Την έσπρωξαν. Της την άρπαξαν. Ποιος την άρπαξε; Ψυχραιμία.
Σκέφτηκε να φωνάξει. Άλλα τα είχε χαμένα, από έκπληξη ή από θυμό, αυτό μάλλον, είχε εξοργιστεί, είχε βγει από τα ρούχα της, είχε τραυματιστεί ψυχικά, ένιωθε ντροπή για τους συνανθρώπους της, που ανήκε στο ίδιο είδος, που γεννήθηκε μία απ’ αυτούς. Αρκέστηκε να μουρμουρίσει κάτι ακατάληπτα λόγια, να διαμαρτυρηθεί υποτονικά, ντροπαλά, αν είναι δυνατόν, τι ήταν αυτό πάλι.
Και τι να φώναζε; Κλέφτης, πιάστε τον, δεν είναι ότι δεν τα σκέφτηκε, τα σκέφτηκε, ο καθένας τα σκέφτεται σε παρόμοιες περιστάσεις, όπως όταν πνιγόμαστε, φωνάζουμε βοήθεια, βοηθήστε με, πνίγομαι, σώστε με, όσο και αν το βρίσκουμε γελοίο, έχουμε κι άλλη επιλογή; όχι, όπως με τα λόγια αγάπης, δεν προλαβαίνουμε καν να συνειδητοποιήσουμε πόσο γελοία είναι, φωνάζουμε βοήθεια, ελάτε, με σκοτώνουν, πιάστε το δολοφόνο, και όμως όχι, ούτε καν, μένουμε εκεί, παγιδευμένοι, άτολμοι, πεθαίνουμε χωρίς να τολμήσουμε να φωνάξουμε, όλοι το ξέρουν, ο μεγαλύτερος τρόμος παραμένει βουβός, μένουμε άφωνοι, με το στόμα ανοιχτό, τέλος πάντων, σημασία έχει ότι εκείνη δεν τόλμησε.
Έμεινε να κοιτάζει την μακριά πλάτη του κλέφτη, μεγάλη και γεροδεμένη, παρά τη ζέστη ήταν ντυμένος στα μαύρα, σίγουρα θα ζεσταινόταν, λένε ότι το μαύρο απορροφά και κρατάει όλη τη ζέστη, τα μαλλιά του ήταν πιασμένα κοτσίδα, η οποία αναπηδούσε καθώς έτρεχε, σπρώχνοντας, με τους ώμους, με τους αγκώνες, ήταν μεγαλόσωμος, τον κοίταξε για κάμποση ώρα μέχρι να απομακρυνθεί.
Και τώρα τι να κάνει; Να ψάξει πού να δηλώσει την κλοπή; Να ρωτήσει; Αδύνατον να ρωτήσει, ήταν ράκος, από το σοκ, από τη ζέστη, την πολυκοσμία.
Ίσως να συναντούσε τυχαία δύο αστυνομικούς, να τους εξηγούσε, να ασχολούνταν μαζί της, να την βοηθούσαν να επιστρέψει, ναι, καλή ιδέα.
Όμως δεν συνάντησε αστυνομικούς, ούτε τους έψαξε, έμεινε ακίνητη, στο πεζοδρόμιο, εμποδίζοντας τους περαστικούς, περιμένοντας, τι περίμενε; ξέρει ποτέ κανείς; να αλλάξει γνώμη ο κλέφτης, να γυρίσει πίσω μετανοιωμένος, σαν τον εραστή που έφυγε, σταμάτησε, επέστρεψε, είπε όχι, κατά βάθος δεν μπορώ, τι δεν μπορείς; να ζήσω χωρίς εκείνη. Όνειρα θερινής νυκτός, καλή μου.
Θα μπορούσε ακόμα να σταματήσει ένα ταξί, ο ταξιτζής δεν θα καταλάβαινε, δεν θα δεχόταν να την πάρει, με ύφος εγώ τα ξέρω καλά αυτά, δεν σε εμπιστεύομαι, οι αστυνομικοί θα τον έπειθαν, αλλά δεν υπήρχε ούτε ταξί ούτε αστυνομία, ήταν ξεκάθαρο, έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνη της.
Ήταν άφραγκη, χρειαζόταν λεφτά, δεν της είχε μείνει τίποτα. Είχε όμως τα παπούτσια και έτσι της ήρθε η ιδέα να τα δώσει πίσω. Μπήκε πάλι στο κατάστημα.
Πίσω στο άρωμα του δέρματος, αντίκρισε τα μάτια της μελαχρινούλας που έπιανε το πόδι κάποιας άλλης, την οποία εγκατέλειψε για να την εξυπηρετήσει. Δώστε μου μια στιγμή, είπε στην πελάτισσά της, μια πενηντάρα με ίχνη αλλοτινής ομορφιάς, και πλησίασε με αργά, παρατεταμένα βήματα.
Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; την ρώτησε, πλησιάζοντας και παρατηρώντας καλύτερα τη θλιμμένη όψη της, αλλά το μυαλό της πήγε στο χρώμα, στο μοντέλο, το ξανασκεφτήκατε; αλλάξατε γνώμη;
Διηγήθηκε τα καθέκαστα, εξήγησε, το κατάλαβαν, συμβαίνουν αυτά, και ζήτησε να της αποζημιώσουν τα παπούτσια. Ζήτησε επίσης να της τα κρατήσουν, θα ξαναπεράσω, ευχαρίστησε, χαιρέτισε, βγήκε, επέστρεψε σπίτι, ετοίμασε ένα παγωμένο μπάνιο.
Κρύο, παραήταν κρύο, προσέθεσε λίγο ζεστό νερό, χαλάρωσε μέσα στο χλιαρό νερό, σκέφτηκε, αποφάσισε ότι το αστυνομικό τμήμα δεν ήταν και τόσο επείγον, τόσες κλοπές γίνονται κάθε μέρα, ποτέ δεν βρίσκουν τους ληστές, δεν υπάρχει λόγος να βιαστώ, μόνο για τα έγγραφα του αυτοκινήτου, αν είχα πάει με αυτοκίνητο τουλάχιστον δεν θα χρειαζόταν να επιστρέψω τα παπούτσια, μα τι λες, χαζή, αφού και τα κλειδιά μέσα στην τσάντα ήταν, ευτυχώς του σπιτιού τα είχα στη ζακέτα μου, περίεργο, ποτέ δεν τα βάζω στη ζακέτα, θα έφτανα εδώ, ευτυχώς, να δω τι θα έκανα, εντάξει, θα κοιμόμουν στη Ζοζέφα, και άλλωστε ο θυρωρός έχει κλειδί, το θέμα είναι χρειαζόμουν πραγματικά παπούτσια; όχι, η αλήθεια είναι πως όχι, αν και, παρόλα αυτά, όχι, όχι, δεν είχα ανάγκη παπούτσια, λάθος μου, μου ήρθε μια ξαφνική επιθυμία, έτσι, μια μικρή ευχαρίστηση, πώς άλλοι αγοράζουν έναν δίσκο, έτσι απλά, αλλά όχι, ηρέμησε τώρα, πρέπει να δηλώσεις γρήγορα την κλοπή των εγγράφων, του μπλοκ επιταγών, των καρτών, πράγματι, πρέπει να τηλεφωνήσω στην τράπεζα, σιωπή, διάρκεια, ήχος νερού, νέες σκέψεις.
Θα πάω αύριο, θα τα κάνω όλα αύριο, σκέφτηκε, στριφογυρίζοντας μέσα στο χλιαρό νερό, αφήνοντάς το να γλιστρήσει πάνω της σαν μια κουβέρτα από νερό, όχι, έχει πολλή ζέστη, σαν ένα ελαφρύ σεντόνι από νερό.


2/12/10

The Red Shoes (Michael Powell, Emeric Pressburger, 1948)


Ένα βράδυ πήγα σινεμά με τη Γιαγιά. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα κι ήμουν ευχαριστημένη. Στις εικόνες που ήτανε στην πόρτα μια Κυρία χόρευε πάνω σ' ένα τάφο.
"Την ταινία τη λένε 'Τα Κόκκινα Παπούτσια'", μου είπε η Γιαγιά.
Μου αγόρασε ένα γλυφιτζούρι και σβήσανε τα φώτα.
Κοιτούσα τις εικόνες που τρέχαν μόνες τους πάνω στον τοίχο. Μια Κυρία είχε φορέσει κάτι κόκκινα παπούτσια και χόρευε συνέχεια, δεν μπορούσε να τα βγάλει, ούτε να σταματήσει το χορό. Όλα ήταν τόσο ωραία, που έσφιγγα με τα χέρια μου το κάθισμά μου για να μην φωνάξω, κι η Κυρία χόρευε μέσα σε κίτρινα χωράφια, πηδούσε φράχτες, χόρευε από πόλη σε πόλη, δεν μπορούσε να βγάλει τα παπούτσια της, έκλαιγε και χόρευε ώσπου να κάνει διάλειμμα το σινεμά.
Τα μάτια καρφωμένα πάνω στον άσπρο τοίχο, δεν κουνούσα διόλου, μην μου ξεφύγει καμιά εικόνα. Τα φώτα σβήσανε κι η Κυρία άρχισε πάλι να χορεύει.
"Έτσι θα είναι" σκέφτηκα "όλα τα σινεμά, θάχουνε την ίδια Κυρία με τα κόκκινα παπούτσια που θα τρέχει από σινεμά σε σινεμά για να χορέψει, γι' αυτό κάνουνε και διάλειμμα, για να προφτάσει."
Η Κυρία χόρευε όλο και πιο γρήγορα, είχε γεράσει, όταν ξαφνικά μπόρεσε να βγάλει τα παπούτσια της. Ξάπλωσε αποκαμωμένη πάνω σ' ένα τάφο, δεν άντεξα κι ετρεξα να την αγκαλιάσω, έπεσα πάνω στον τοίχο, η Κυρία τρόμαξε κι εξαφανίστηκε.
"Κυρία, Κυρία, μην τρομάζετε", φώναξα, "τελειώστε το χορό σας κι ελάτε μετά στο σπίτι να τρέξετε και πάνω στους δικούς μας τοίχους".
Αλλά η ωραία Κυρία είχε φύγει, και πάνω στον τοίχο ήταν μια άλλη εικόνα. Έπεφτε βροχή, μεγάλα δέντρα τραγουδούσαν, και τα κόκκινα παπούτσια λαμπύριζαν μόνα τους κάτω απ' το φεγγάρι.
Ήμουν ακόμα κολλημένη στον τοίχο, όταν η Γιαγιά με άρπαξε απ' τα μαλλιά, ανάψανε τα φώτα, και μια γριούλα άρχισε να πουλάει φυστίκια και πορτοκαλάδες.

Μαργαρίτα Καραπάνου, Η Κασσάνδρα και ο Λύκος
(για την αντιγραφή, ΜΜ)

19/11/10

The Social Network (David Fincher, 2010)

Κοιτώντας τις παλαιότερες αναρτήσεις συνειδητοποίησα ότι κοντεύει σχεδόν ένα δεκάμηνο από το προηγούμενο κείμενό μου, όπου έγραφα ότι η επάνοδος θα ήταν σύντομη. Κάτι οι σχετικά περιορισμένες επιλογές στις κινηματογραφικές αίθουσες της Ρόδου, κάτι ο κορεσμός από το διδακτορικό, παρέμεινα μακριά από τους 2inthesoup. Ευτυχώς ο Μιχάλης ανέβαζε κατά καιρούς κάποια κείμενα. Ελπίζω λοιπόν τώρα ότι από τον Μάρτιο και έπειτα, που θα ολοκληρωθούν οι τρέχουσες υποχρεώσεις μου θα είμαι πιο πιστός στο blog.

Είναι αλήθεια πως όταν άκουσα ότι η επόμενη ταινία του David Fincher μετά από το ψιλοαπογοητευτικό Benjamin Button θα είχε σχέση με το Facebook σκέφτηκα αυτό το οποίο ενδεχομένως κράτησε και αρκετούς φανατικούς του μακριά από τις αίθουσες. Ότι δηλαδή ο πολυτάλαντος αμερικανός σκηνοθέτης έχει στραφεί πλέον στον καθαρά εμπορικό κινηματογράφο και ότι αποφάσισε να εκμεταλευτεί και να ρευστοποιήσει τη δημοτικότητα του γνωστού site. Η πρώτη αντίδραση άλλωστε των περισσότερων, αλλά και η δική μου, ήταν « μα καλά, ταινία για το Facebook ; ». Η δε επόμενη : « μα, μια biopic (βιογραφική ταινία) για έναν 25χρονο » ; Με αυτές τις σκέψεις και τους επακόλουθους ενδοιασμούς πήγα λοιπόν να δω το The Social Network.

Αναντίρρητα ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου, o Fincher φτιάχνει μια ταινία κατ’εικόνα του εν λόγω διαδικτυακού εθισμού : όσο και αν το απορρίπτουμε σαν ιδέα και του επισυνάπτουμε τα μύρια αρνητικά, τόσο αυτό μας τραβάει. Πατώντας πάνω στη νευρική κολεγιακή αφήγηση της δημιουργίας του ιστότοπου και τις σφιχτοδεμένες σκηνές της νομικής διαμάχης που επακολούθησε, ο Fincher χτίζει ένα ολοκληρωμένο πορτραίτο του Mark Zuckerberg και των συνεργατών (;) του, χωρίς ωστόσο να δαιμονοποιεί, χωρίς να εξυμνεί και κυρίως χωρίς να φλυαρεί. Αν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των νεότερων αμερικάνικων ταινιών είναι η σκιαγράφηση και το χτίσιμο χαρακτήρων (τόσο κεντρικών όσο και δευτερευόντων), δεν συμβαίνει το ίδιο και με το σενάριο του Aaron Sorkin (βασισμένο στο βιβλίο του Ben Mezrich). Άλλωστε ο Fincher, τόσο στις καλύτερες όσο και στις πιο αδύναμες στιγμές του ουδέποτε είχε αυτό το πρόβλημα (Seven, Fight Club, Panic Room, Zodiac).

Ζηλευτός (;) και ακοινώτητος (αντι)ήρωας, που δημιούργησε όμως ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά φαινόμενα της εποχής μας και άγγιξε το αμερικάνικο όνειρο, ο Zuckerberg (εξαιρετικός στον ρόλο ο νεαρός Jesse Eisenberg) απεικονίζεται άλλοτε ως μια υπεροπτική και δύστροπη ιδιοφυία, άλλοτε ως ένα παρεξηγημένο και πληγωμένο αγόρι, που ενσαρκώνει την πασίγνωστη και χιλιοειπωμένη ατάκα του Groucho Marx : « Δεν θα ήθελα να ανήκω σε μια λέσχη που δέχεται ως μέλη της άτομα σαν και εμένα ». Με μια σχεδόν αόρατη και άρτια σκηνοθεσία ο Fincher κατορθώνει να μας δώσει μια από τις καλύτερες biopics των τελευταίων ετών (κοπιάροντας σε κάποιο βαθμό τον κλασσικό Πολίτη Κέην του Orson Welles), θίγοντας παράλληλα δίχως διδακτισμούς και ευκολίες τα ποικίλα κοινωνικά ζητήματα που συνοδεύουν τη δημιουργία του Facebook. Μπορεί τελικά το Facebook να γέννησε την ψευδαισθησιακή ένωση εκατομμυριών ανθρώπων, ωστόσο ο ιδρυτής του είχε ουσιαστικά μόνο έναν φίλο », όπως τονίζει στο τέλος ο άγνωστος σε εμάς συνιδρυτής, Eduardo Saverin (στον ρόλο ο ανερχόμενος Andrew Garfield).
Καλό κινηματογραφικό χειμώνα !

A.T.

28/9/10

Φθινόπωρο στον Σινεμά

Όταν ξυπνάς και βλέπεις 3 μηνύματα που αναρωτιούνται που έχουν χαθεί οι 2inthesoup σημαίνει ότι πραγματικά έχει έρθει η ώρα για επιστροφή στη δράση. Χάρη στις Νύχτες Πρεμιέρας, ο Σεπτέμβρης είναι πάντα πιο πλούσιος από κινηματογραφικά γεγονότα. Γιατί το καλοκαίρι πέρασε ουσιαστικά χωρίς να δούμε τίποτα, πέρα από μερικές επανεκδόσεις.

Des hommes et des dieux (Xavier Beauvois, 2010)



Η αποκάλυψη του φεστιβάλ, κατά τη γνώμη μου, ήταν το Des hommes et des dieux του Xavier Beauvois. Ο Γάλλος σκηνοθέτης εμπνέεται από ένα πραγματικό γεγονός, τη δολοφονία 7 καθολικών μοναχών στην Αλγερία της δεκαετίας του 1990, του τρόμου και των θηριωδιών.
Με ασυνήθιστη λιτότητα και διακριτικότητα, η σκηνοθεσία του Beauvois καταγράφει την καθημερινή ζωή των μοναχών, τις προσευχές, τα γεύματα, τις συζητήσεις, τη σχέση τους με την τοπική κοινωνία. Η ρουτίνα της ασκητικής ζωής διακόπτεται από τις απειλές μιας ομάδας εξτρεμιστών ισλαμιστών που σπέρνει τον τρόμο στην περιοχή και ταράζει την κοινότητα των μοναχών. Η ιδέα να φύγουν και να επιστρέψουν στη Γαλλία στην αρχή φαίνεται να κερδίζει τους μοναχούς, αλλά τελικά, χάρη και στην επιμονή του επιβλητικού Κριστιάν και του στωικού Λυκ, πείθονται να διώξουν το φόβο και να μείνουν πιστοί στο ρόλο που έχουν αναλάβει. Γίνονται μάρτυρες όχι για την υστεροφημία, αλλά γιατί βρίσκουν μια εσωτερική αρμονία. Το "Δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος" του Καζαντζάκη ενσαρκώνεται απαράμιλλα από τους ήρωες του Beauvois, σε μια βαθιά θρησκευτική ταινία που παραπέμπει στον Ντράγερ και τον Μπρεσόν. Το δράμα κορυφώνεται με την απίστευτη σκηνή του Δείπνου υπό τους ήχους του Τσαϊκόφσκι, που μένει χαραγμένη στη μνήμη, για τις σιωπηλές ερμηνείες, για το περίτεχνο τράβελινγκ και για τη συγκίνηση που αποπνέει. Χωρίς να υπερδραματοποιεί, χωρίς να κάνει συζήτηση περί θρησκείας, πολιτικής και ιστορίας, ο Beauvois βρίσκει τον πιο ταιριαστό τρόπο να αποδώσει την ανθρώπινη ιστορία των μοναχών λίγο πριν το χαμό τους.



Io sono l'amore (Luca Guadagnino, 2010)


Η άλλη αποκάλυψη του Σεπτεμβρίου ήταν το Io sono l'amore του Luca Guadagnino, ο οποίος αντλεί την έμπνευσή του από τον D.H. Lawrence και τον Visconti για να δημιουργήσει ένα ερωτικό οικογενειακό δράμα με ιταλική υπογραφή. Όλα αρχίζουν με την οικογενειακή μάζωξη όπου ο παππούς πρόκειται να παραδώσει την οικογενιακή βιομηχανία στον εγγονό του. Όλα θυμίζουν Βισκόντι, οι αριστοκρατικές φιγούρες, το ντεκόρ, η κάμερα που κυκλοφορεί στο χώρο αποκαλύπτοντας τα μυστικά της οικογένειας. Καταλύτης του δράματος είναι ένας μάγειρας, ο Αντόνιο, που έρχεται να δώσει μια τούρτα στο φίλο του Εντοάρντο, το νέο ιδιοκτήτη της επιχείρησης. Η έλξη που ασκεί ο εξωτερικός αυτός παράγοντας λειτουργεί κάπως σαν τον πρωταγωνιστή του Θεωρήματος του Παζολίνι. Θα προκαλέσει την ερωτική σπίθα που θα οδηγήσει την Έμμα, τη μοναδική Τίλντα Σουίντον, στην απελευθέρωση και την καταστροφή. Η Τίλντα Σουίντον δίνει νέα πνοή σε μια γνωστή γυναικεία φιγούρα που παραπέμπει στη Madame Bovary και την Lady Chatterley. Κάποιες στιγμές στην ταινία αναρωτιόμουν αν θα μπορούσε να σταθεί η ταινία χωρίς την απίστευτη αυτή ερμηνεύτρια. Όσο ταλαντούχος και αν είναι ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί που την πλαισιώνουν, πολλές σκηνές θα έμοιαζαν πιθανότατα γελοίες αν τις ερμήνευε κάποια άλλη (πχ. όταν γεύεται τη θεσπέσια γαρίδα). Αφού είδα την ταινία έμαθα και ποιοι είναι οι υπόλοιποι ηθοποιοί και διαπίστωσα ότι κανείς τους δεν είναι τυχαίος. Ο σύζυγος για παράδειγμα είναι ο διάσημος Ιταλός θεατρικός σκηνοθέτης Pippo Delbono. Επίσης, την πολύ καλή μουσική υπογράφει ο John Adams, χωρίς βέβαια να ταιριάζει πάντα με την πλοκή. Ένας ακόμα λόγος θαυμασμού γι΄αυτόν τον νέο και σχετικά άγνωστο σκηνοθέτη που κατάφερε να μαζέψει τόσο αξιοζήλευτους συντελεστές.


M.M.

19/5/10

The Elephant Man (David Lynch, 1980)


Λονδίνο, τέλη 19ου αιώνα. Ο γιατρός Φρέντερικ Τριβς ανακαλύπτει σε ένα περιφερόμενο τσίρκο έναν άνθρωπο με ακραία και απωθητική παραμόρφωση, τον Τζον Μέρικ, και τον παίρνει υπό την προστασία του. Όλη η βικτοριανή κοσμική κοινωνία ενδιαφέρεται για την περίπτωσή του, όμως υπάρχουν πάντα αυτοί που θέλουν να αποκομίσουν κάποιο κέρδος από αυτόν. Σε ποιο κόσμο ανήκει ο Τζον Μέρικ, στον επιστημονικό κόσμο, ανάμεσα στα τέρατα των πανηγυριών ή ανάμεσα στους ανθρώπους;
Οι φανατικοί του Λιντς συνήθως δεν εκτιμούν τον Άνθρωπο-Ελέφαντα, ως μία από τις λιγότερο λιντσικές ταινίες του. Γραμμική αφήγηση, ξεκάθαρο σενάριο και κατανοητοί χαρακτήρες, μια ιστορία αγάπης, ανθρωπιάς, θυσίας. Καθόλου τυχαίο άλλωστε, ο Λιντς προτάθηκε τότε για οκτώ Όσκαρ. Για τους υπόλοιπους ανθρώπους όμως είναι μία από τις σημαντικότερες ανθρωπιστικές ταινίες του κλασικού αμερικανικού κινηματογράφου, με μοναδικές ερμηνείες, ατμόσφαιρα που παραπέμπει στα καλύτερα δείγματα του εξπρεσιονισμού και μία από τις πιο διάσημες, συγκλονιστικές κραυγές στην ιστορία του κινηματογράφου.
Υπάρχει στον κινηματογράφο μια γενεαλογία του τερατώδους, του εκτρωματικού. Πριν τον Λιντς, μια σειρά σκηνοθετών και ταινιών γοητεύτηκαν από τις ακραίες παραμορφώσεις της ανθρώπινης φυσιολογίας, από τη σχέση τους με το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο και την αντιμετώπιση που αυτό επιφυλάσσει. Αν έπρεπε να αναφέρω ενδεικτικά κάποια παραδείγματα που μου έρχονται στο μυαλό, δύο ταινίες-σταθμούς, θα ήταν τα Τέρατα του Τοντ Μπράουνινγκ και το Ακόμα και οι νάνοι ξεκίνησαν μικροί του Χέρτσογκ. Αν όμως οι ταινίες αυτές αφηγούνται δύο ιστορίες εξέγερσης, η ταινία του Λιντς εστιάζει στην Κραυγή και στο μόνιμο θέμα του, το Θέαμα.
Ο Σλάβοϊ Ζίζεκ, σε ένα κείμενο όπου αναφέρεται στον Άνθρωπο Ελέφαντα του Λιντς, γράφει: «Η κραυγή, σε καμία περίπτωση δεν φανερώνει τον τρόμο του υποκειμένου μπροστά στην προοπτική να χάσει τον εαυτό του, αλλά την κατεξοχήν πράξη με την οποία εγκαινιάζεται η διάσταση της υποκειμενικότητας.» Αυτό δεν συμβαίνει με την περίφημη κραυγή του Τζον Μέρικ στον σιδηροδρομικό σταθμό («I’m not an elephant, I’m not animal, I’m a human being, I’m a man!»), που θυμίζει την κραυγή του Σάιλοκ ή την κραυγή του Δράκου του Ντίσελντορφ; Αν τα τέρατα του Μπράουνινγκ και του Χέρτσογκ ανακτούν τον εαυτό τους μέσω της εξέγερσης, το τέρας του Λιντς τον ξαναβρίσκει μέσω της κραυγής.
Σε όλο του το έργο, ο Λιντς πραγματεύεται τη διπλή όψη του θεάματος και τη διπλή φύση του ηθοποιού. Το θέατρο είναι ο κατεξοχήν τόπος μύησης, όπου το υποκείμενο αντιλαμβάνεται τη διαίρεση του κόσμου σε σκηνή και πλατεία. Η ταινία ξεκινάει με το θέαμα του Άνθρωπου-Ελέφαντα στο πανηγύρι, συνεχίζει με το ιδιωτικό θέαμα για τον γιατρό, ακολουθεί το επιστημονικό συνέδριο όπου ο γιατρός επιδεικνύει το εύρημά του, έπειτα οι κοσμικές επισκέψεις στον διάσημο πια Τζον Μέρικ που κοσμούν άλλωστε τις επιφυλλίδες, το παράνομο θέαμα που διοργανώνει ο φύλακας του νοσοκομείου, η επιστροφή του Μέρικ ανάμεσα στα τέρατα (τα οποία «εξεγείρονται» τρόπον τινά και τον απελευθερώνουν) και κλείνει με την παράσταση στο θέατρο που παρακολουθεί για πρώτη φορά στη ζωή του ο Τζον Μέρικ, για πρώτη φορά στην πλατεία αντί στη σκηνή. Όμως τη στιγμή που βιώνει την εμπειρία του θεατή, έρχεται η φίλη του ηθοποιός για να τον συστήσει στο κοινό, που θα τον χειροκροτήσει διπλά, για να επιστρέψει στη θέση του θεάματος. Ο κύκλος κλείνει, ο ήρωας βιώνει την ανέφικτη διπλή θέση του στον κόσμο και πραγματοποιεί την μοναδική πλέον επιθυμία του, να ξαπλώσει όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι.
ΜΜ
(δημοσιεύτηκε στο cinemart.gr)


25/4/10

Gainsbourg - Vie héroïque (Joan Sfarr, 2010)


Η ταινία που άνοιξε το φετινό Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, Gainsbourg (Vie Héroïque), βγήκε τώρα και στις αίθουσες. Μετά την παγκόσμια επιτυχία του La vie en rose, της βιογραφίας της Edith Piaf, ο γαλλικός κινηματογράφος συνειδητοποιεί ότι υπάρχουν προσωπικότητες στη Γαλλία που μπορούν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του κοινού. Κι έτσι ανοίγει ο δρόμος για δύο ακόμα ταινίες με την ίδια συνταγή: το Coco avant Chanel και το Gainsbourg (Vie Héroïque).
Εγκαίνια λοιπόν, όλος ο καλός ο κόσμος, ουρά από το Αττικόν μέχρι την πλατεία Κλαυθμώνος, πήγα 40 λεπτά πριν και έκατσα στα σκαλάκια. Για την ταινία ή για τον Jean-Paul Gautier δεν ξέρω, πάντως σίγουρα όχι για την Νανά Μούσχουρη. Καλά δεν λέω respect στη Νανά, αλλά τόσες ωραίες γυναίκες παίζουν στην ταινία, τη Νανά μας φέρανε (που δεν παίζει κιόλας); Αφού ο JPG και η Νανά μας εξήγησαν τι σχέση έχουν (ή δεν έχουν) με τον κινηματογράφο, και μετά από μια ώρα αναμονής στα σκαλάκια μέχρι να τελειώσουν οι ομιλίες, κάποια στιγμή ξεκίνησε η ταινία.
Αρχικά η ταινία φαίνεται ενδιαφέρουσα, ωραία αισθητική, ένας ηθοποιός που μοιάζει απίστευτα στον Γκαινσμπούρ, γαλλικό touch, αλλά και το ενδιαφέρον εύρημα του διπλού Γκαινσμπούρ, του άλλου του "κακού" εαυτού, εύρημα που σίγουρα φέρει την υπογραφή του δημιουργού της ταινίας, ο οποίος μας εξήγησε προηγουμένος ότι είναι σχεδιαστής και όχι σκηνοθέτης. Κατά τα άλλα όμως η ταινία ακολουθεί μια κλασική συνταγή biopic, από τα παιδικά χρόνια στο κατεχόμενο Παρίσι ώς τις πρώτες επιτυχίες και τις πολλαπλές κατακτήσεις του στο άλλο φύλο, για να καταλήξει στα χρόνια της παρακμής. Είναι όμως σαφής η προσπάθεια να χωρέσουν όλα στο σενάριο, σαν να είναι χρονομετρημένα, τόσα λεπτά για την κάθε γυναίκα, άλλα τόσα για κάθε σημείο-σταθμό της ζωής του, άλλα τόσα για την οικογένειά του. Άψογα δομημένο σενάριο, αλλά τελικά χάνεται η ουσία, το συναίσθημα, το ενδιαφέρον, και μια "ηρωική ζωή" καταντάει βαρετή. Επίσης δεν φαίνεται να εστιάζει κάπου, το κεντρικό εύρημα του δεύτερου Γκαινσμπούρ εξαντλείται και μένουμε να παρακολουθούμε πόσο επιτυχημένα θα ενσαρκώσει ο πρωταγωνιστής τον γεροξεκούτη αλκολικό Γκαινσμπούρ και πόσο αποτυχημένα θα περάσει η παρέλαση των μεγάλων γυναικείων ονομάτων. Οι γυναίκες δεν έχουν γοητεία, ο Γκαινσμπούρ έχει γοητεία μόνο επειδή ξέρουμε ποιος είναι και τα σκαλάκια έχουν αρχίσει να γίνονται πολύ άβολα.
Κάτι τελευταίο: ο σκηνοθέτης Joann Sfar μας είπε ότι οι Αμερικανοί συμπαραγωγοί της ταινίας του ζήτησαν να κάνει την ταινία όσο πιο γαλλική γίνεται. Μήπως όμως αυτή η γαλλική σφραγίδα τείνει να γίνει απλώς συνταγή επιτυχίας για όποιο προϊόν θέλει να πουλήσει στο εξωτερικό; Διότι η εγχώρια αγορά είναι εξασφαλισμένη, ούτως ή άλλως, όταν πρόκειται για μια προσωπικότητα τέτοιου βεληνεκούς.
M.M.

Ένα στιγμιότυπο από την ταινία, το ντουέτο με τον Μπορίς Βιαν:


20/4/10

Ολομόναχοι μαζί (Kim Ki Duk, 2005)

Το είχα δει όταν είχε βγει σε ένα από τα κλασικά συνοικιακά σινεμά στο Παρίσι. Δεν θυμάμαι πια με ποιον ήμουν, θυμάμαι τη γλυκιά γεύση που μου είχε αφήσει, καθώς και πολλές σκηνές από την ταινία. Μεγαλώνοντας, όλο και περισσότερο ξεχνάω τις ταινίες που βλέπω. Μετά από λίγες μέρες, δεν θυμάμαι τίποτα. Έτσι, οι ταινίες που μου μένουν χαραγμένες στη μνήμη, είναι συνήθως αυτές που έχουν να πουν και να δείξουν κάτι διαφορετικό. Το άλλο που θυμάμαι από εκείνη την προβολή, ήταν ότι κάτι είχε συμβεί και χάσαμε το τέλος. Δευτερόλεπτα ίσως, αλλά rewind δεν έπαιζε και έτσι μείναμε να φανταζόμαστε πώς ήταν το τέλος.
Πετυχαίνοντας λοιπόν χθες στην τηλεόραση το Ολομόναχοι μαζί, αποφάσισα να το ξαναδώ. Και γοητεύτηκα ξανά από μια διαφορετική ερωτική ιστορία, ανάμεσα σε δύο πρωταγωνιστές που δεν μιλούν ποτέ. Αντίθετα από τo A scene at the sea του Kitano, που πάλι είχαμε μια βωβή ερωτική ιστορία, εδώ οι ήρωες δεν είναι κωφάλαλοι, ή τουλάχιστον δεν το μαθαίνουμε στην εξέλιξη της ταινίας, επιλέγουν να μην μιλάνε ή δεν χρειάζεται να μιλάνε. Είναι και αυτό στο πλαίσιο της zen αντίληψης του κόσμου που προβάλλει ο Κιμ Κι Ντουκ. Το σενάριο είναι ένα καλοσχεδιασμένο zen παραμύθι, με τις επαναλήψεις του, τους κύκλους και τις ανατροπές του, με τους χαρακτήρες άρρηκτα συνδεδεμένους μεταξύ τους, σε μια αλυσίδα όπου οποιαδήποτε κίνηση επηρεάζει τους υπόλοιπους.
Ο ήρωας περνάει το χρόνο του μπαίνοντας σε σπίτια αγνώστων. Σε ένα από αυτά θα συναντήσει μια δυστυχισμένη σύζυγο, που θα φύγει από το σπίτι της και θα τον ακολουθήσει. Μολονότι κάποια στιγμή ο ήρωας φαίνεται να τιμωρείται για τις πράξεις του, μέσα από την τιμωρία και τον εγκλεισμό, μέσα από την επιθυμία του για μία γυναίκα, θα εξαϋλωθεί, θα μετατραπεί σε γιόγκι ή σε φάντασμα για να ξαναβρεί την αγαπημένη του. Είδα λοιπόν και το τέλος, στιγμή μοναδικής ομορφιάς, ένα αγκαλιασμένο ζεύγος μηδενικού βάρους. Μέσα από τον πόνο και την τιμωρία, η σοφία, η αρμονία και η κατάκτηση του απόλυτου. Όλα υπάρχουν για κάποιο λόγο σε αυτή την ταινία, ίσως αν ήξερα κάτι παραπάνω από ασιατική κουλτούρα να μπορούσα να πω για τα αντικείμενα, για τα ντεκόρ, για τη φιλοσοφία, μένω στην ομορφιά και στην απλότητα, στις εικόνες όπου τα λόγια δεν είναι απαραίτητα.
M.M.

7/3/10

Χρυσόσκονη (Μαργαρίτα Μαντά, 2010)


Η Χρυσόσκονη είναι μια ταινία για την Αθήνα, εμπνευσμένη από τη ζωή στην Αθήνα, από τις μεταλλάξεις της, από την αγάπη γι' αυτή την πόλη που γίνεται όλο και πιο αβίωτη. Χάνεται ο ζωτικός χώρος, εκλείπουν τα σημεία αναφοράς και οι κάτοικοί της πελαγοδρομούν συμβάλλοντας στον απάνθρωπο χαρακτήρα της.
Τρία αδέρφια (ο Αργύρης Ξάφης, η Μάνια Παπαδημητρίου και η Άννα Μάσχα) κληρονομούν μετά το θάνατο των γονιών τους μια μονοκατοικία στο κέντρο της Αθήνας και βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα: να την κρατήσουν ή να την δώσουν αντιπαροχή. Ο ένας χρειάζεται τα χρήματα, η άλλη δεν θέλει να ξεπουλήσει τις αναμνήσεις της, η τρίτη αμφιταλαντεύεται. Μέσα από την ιστορία των τριών αδερφών, η Μαργαρίτα Μαντά μας βυθίζει σε μια περιπλάνηση στην Αθήνα και εκφράζει την αγωνία της για λίγο ζωτικό χώρο σε μια πόλη που συντρίβει το βιωμένο παρελθόν της.

Συναντήσαμε τη Μαργαρίτα Μαντά και μας ξενάγησε στην Αθήνα της ταινίας της, που παίζεται ίσως για λίγες μέρες ακόμα στο Odeon Kosmopolis.

Μια μονοκατοικία στην Κυψέλη…

Πέρα από το γεγονός ότι μένω στην Κυψέλη και την γνωρίζω πολύ καλά, ήταν η γειτονιά που αναδεικνύει με απαράμιλλο τρόπο το θέμα της ταινίας, τη μετάλλαξη της πόλης και τον αφανισμό του παρελθόντος. Πρόλαβε την ένδοξη εποχή της Κυψέλης, όταν έμοιαζε με το σημερινό Κολωνάκι, και δεν μπορεί παρά να την εκπλήσσει η εικόνα που αντικρίζει σήμερα, με την έλλειψη πεζοδρομίων, με το θόρυβο, τα νεοκλασικά που μαραζώνουν ανάμεσα στις πολυκατοικίες, την πλήρη αλλοίωση του κοινωνικού ιστού της περιοχής. Μέσα σε είκοσι χρόνια μετατράπηκε σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Ήταν η ιδανική γειτονιά για την μονοκατοικία των πρωταγωνιστών, βγάζει τη χυδαία εικόνα της Αθήνας.

Μια γειτονιά που αντιστέκεται...

Είναι ο ομφαλός της πόλης, το πιο ζωντανό κομμάτι της. Είτε πρόκειται για δουλειά, είτε για διασκέδαση, είναι τις περισσότερες φορές ο τόπος συνάντησης. Τρεις μέρες πριν τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, κάναμε γυρίσματα στην οδό Μεσολογγίου, στον τόπο της δολοφονίας. Μετά από το συμβάν, κανείς από το συνεργείο δεν μπορούσε να δει τον κόσμο όμως πριν. Τα Εξάρχεια συμβολίζουν την αντίσταση στη μετάπλαση, στη διαρκή προσπάθεια της πολιτείας για γκετοποίηση.

Εικόνες από την παιδική ηλικία

Εκεί μεγάλωσα, στο Φιλοπάππου έπαιξα σαν παιδί, ακόμα επιστρέφω όταν θέλω να ηρεμήσω και κάνω την αγαπημένη μου διαδρομή. Νιώθω κάθε φορά σαν να γυρνάω στο χωριό μου. Και αυτή η περιοχή απεικονίζει τη μετάλλαξη της πόλης με τα θετικά και τα αρνητικά της, αφενός με τη μετάπλαση της Διον. Αρεοπαγίτου στον ομορφότερο πεζόδρομο της Ευρώπης, αφετέρου με το Μουσείο της Ακρόπολης και τις κουβέντες που έφερε, καθώς και την εξωφρενική απαίτηση κατεδάφισης δύο εκ των ωραιότερων πολυκατοικιών της πόλης, στην οποία οι πολίτες της Αθήνας είχαν κάθε λόγο να αντισταθούν.

Η περιπλάνηση στην πόλη

Υπάρχει μία σεκάνς που αποτυπώνει τα διάφορα αταίριαστα πρόσωπα της πόλης. Ο Αργύρης Ξάφης μας οδηγεί από τη Βωβούπολη στο Μεταξουργείο και από την Ομόνοια στην Κουμουνδούρου, απλώνεται στον ιστό της πόλης που αντικατοπτρίζει τις ψυχικές μεταπτώσεις του ήρωα. Εγώ προτιμάω να περπατάω και βλέποντας τριγύρω μου σκέφτομαι, βρίσκω λύσεις για τα προβλήματά μου.

Μετάπλαση και πόλη-μουσείο

Δεν θέλω μια πόλη μουσείο, αλλά μια πόλη όπου είναι φανερή η πάλη του παλιού με το καινούριο. Ο πολιτιστικός άξονας της Πειραιώς, το Μουσείο Μπενάκη, το Μετρό, ο Ηλεκτρικός είναι έργα που άλλαξαν την εικόνα της πόλης προς το καλύτερο. Ιδιαίτερα η διαδρομή του τρένου από το Θησείο στον Πειραιά είναι για μένα σαν να αντικαθιστά τα ποτάμια που υπήρχαν κάποτε στην Αθήνα, σαν να βγάζει την πόλη στη θάλασσα. Και μια μικρή αποκάλυψη: από αυτή την αγάπη για το τρένο προέκυψε και το θέμα του επόμενου σεναρίου μου.
ΜΜ
(Η συνέντευξη έγινε για την Athens Voice)

3/2/10

Αποδομώντας την ελληνική οικογένεια

Όσο σκέφτομαι τις δύο φετινές αποκαλύψεις του ελληνικού σινεμά, τον Κυνόδοντα και τη Στρέλλα, διαπιστώνω (όπως φαντάζομαι όποιος τις είδε) ότι κεντρικό θέμα είναι η ελληνική οικογένεια. Προβάλλοντας δύο ακραίες και υποθετικές περιπτώσεις οικογενειών, ο Λάνθιμος και ο Κούτρας αμφισβητούν το κυρίαρχο πατριαρχικό μοντέλο οικογένειας. Στον Κυνόδοντα, πρόκειται για μια οικογένεια που κρατάει έγκλειστα τα παιδιά της, χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο, μέχρις ότου ο έξω κόσμος καταφέρει να διεισδύσει μοιραία στο σπίτι. Η τρανσέξουαλ Στρέλλα είναι μια σύγχρονη μορφή τραγικού ήρωα, που εκδικείται τον πατέρα της αλλάζοντας φύλο. Ασφαλώς δεν μπορούμε να εκλάβουμε τις δύο αυτές περιπτώσεις ως πραγματικά μοντέλα οικογένειας, αφού το παράδειγμα του Λάνθιμου εκφέρεται εμφανώς σαν ένα πείραμα και σαν μία υπόθεση εργασίας, ενώ το παράδειγμα του Κούτρα δεν προβάλλεται ως πρότυπο, αλλά σαν μια σύγχρονη τραγωδία με αίσιο τέλος, που ασκεί παράλληλα κριτική σε μια υποκριτική κοινωνία στα πρόθυρα νευρικής κρίσεως.
Το σίγουρο είναι ότι και οι δύο δημιουργοί επιδεικνύουν ιδιαίτερη τόλμη στα θέματά τους. Στον μεν Κυνόδοντα μπαίνουμε στον πειρασμό να βρούμε αλληγορίες και συμβολισμούς που παραπέμπουν σε πραγματικά χαρακτηριστικά της υστερικής και υπερπροστατευτικής ελληνικής οικογένειας, που κρατάει τα παιδιά της έγκλειστα σε ένα αποστειρωμένο και ασφαλές περιβάλλον, τα προστατεύει από τους κινδύνους και την ανάμιξη με τον εξωτερικό κόσμο, πετυχαίνοντας φυσικά τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Αναπόφευκτα μου έρχεται στο μυαλό η αυξανόμενη επιθυμία των Ελλήνων γονέων να στείλουν τα τέκνα τους στα ιδιωτικά σχολεία, με τους αδιαπέραστους τοίχους και τα συρματοπλέγματα, μην τυχόν αναμειχθούν με μετανάστες, μην τυχόν προσβληθούν από τη βία και τα ναρκωτικά, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκονται αντιμέτωπα με την ακραία έκφανση όλων αυτών. Στη Στρέλλα πάλι, ο Κούτρας αφήνει πίσω την παρωδία και τα δράματα της show business, για να μας προβάλλει τον ανεστραμμένο κόσμο των τρανς όπως μόνο αυτός θα μπορούσε να το κάνει. Η γνώση αυτού του αφανούς κόσμου, της Αθήνας από τα κάτω, δίνει στην ιστορία του μοναδική αυθεντικότητα, όσο ακραία και αν είναι τα δεδομένα της. Δεν θέλει όμως να κλείσει με την υπέροχη εικόνα της πρωταγωνίστριας υπό τους ήχους της Κάλλας. Θέλει να δείξει την ανεστραμμένη εικόνα του viewmaster, με μια εναλλακτική εικόνα ευτυχίας που απειλεί τα θεμέλια του κυρίαρχου μοντέλου οικογένειας. Δεν φτάνει στο σημείο να προτείνει ένα άλλο, συγκεκριμένο μοντέλο, αλλά μας θυμίζει πόση στοργή και πόσος πόνος υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο που εμείς βάζουμε στο περιθώριο.
Μπορούμε ξεκάθαρα να μιλήσουμε για μια τάση του φετινού ελληνικού σινεμά: να αναδείξει τις ρωγμές του κυρίαρχου μοντέλου οικογένειας. Ακόμα και στη Νήσο, τηλεοπτικών προδιαγραφών κωμωδία (που μυστηριωδώς έχει περάσει τα εισιτήρια του Avatar και ως ταινία δεν θα έπρεπε καν να την αναφέρω μαζί με τις άλλες δύο), η ιστορία του ομοφυλόφιλου γιου με τον παραδοσιακό μπάτσο πατέρα ανήκει στην ίδια τάση, χωρίς φυσικά να έχει τίποτα από την οξυδέρκεια, την ευαισθησία και πάνω απ’ όλα το κινηματογραφικό ταλέντο του Κούτρα και του Λάνθιμου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Λάνθιμος ανήκει στους σκηνοθέτες που αποφάσισε να επιχορηγήσει το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, μέσω του προγράμματος Ορίζοντες, για την επόμενη ταινία του Άλπεις. Πρωταγωνίστρια θα είναι μια νυχτερινή νοσηλεύτρια σε κάποιο νοσοκομείο η οποία, έναντι χρηματικής αμοιβής, προσφέρεται σε ανθρώπους που έχουν χάσει κοντινά τους πρόσωπα και αντικαθιστά τους νεκρούς στις καθημερινές τους σχέσεις με τους αγαπημένους τους. Η μυστική ομάδα στην οποία ανήκει ονομάζεται «Άλπεις». Όπως έλεγε ο Τζούμας το πρωί στο ραδιόφωνο «Δεν θυμίζει θέμα ιαπωνικής ταινίας;» Πράγματι. Μαζί του επιχορηγείται η ταινία «Τ' άστρα στο νησί» των Μαρία Λάφη και Ταάβι Βάρτια.
Μ.Μ. (από athensvoice.gr)


19/1/10

Avatar (James Cameron, 2009)


Αποτελεί το Avatar το μέλλον του κινηματογράφου ; Τον τελευταίο καιρό κατά τον οποίο η εντυπωσιακή υπερπαραγωγή του τελειοθήρα -ήδη από την εποχή του The Abyss (1989)- James Cameron σαρώνει τα box-office, ουκ ολίγες φορές έχουμε ακούσει ή διαβάσει το παραπάνω ερώτημα.


Καταρχάς να σημειωθεί το αυτονόητο : από τεχνολογικής άποψης ο Καναδός σκηνοθέτης κατορθώνει να δώσει σε μια κινηματογραφική τεχνική ηλικίας περίπου 60 χρόνων μια εντελώς νέα διάσταση. Αναντίρρητα επομένως το Avatar αποτελεί μια καινούργια σελίδα στην ιστορία του ψηφιακού κινηματογράφου. Κατά μιά κάποια αναλογία, όπως οι πρώτες ταινίες ήχου ή οι έγχρωμες εντυπωσίαζαν το κοινό με τις νέες τους τεχνικές -πολύ συχνά ανεξάρτητα απ’αυτή καθεαυτή την ταινία-, έτσι και το Avatar δίνει την αίσθηση στον θεατή ότι παρακολουθεί κάτι το μοναδικά καινοτόμο το οποίο ουδεμία σχέση έχει με τη χρήση του 3D μέχρι σήμερα. Και έτσι είναι. Αν οι περισσότερες ταινίες του είδους προσπαθούν να « εξαγάγουν » τις εικόνες από την οθόνη στην αίθουσα, το Avatar αντίθετα βάζει το θεατή μέσα σε αυτές. Το πιο πιθανό είναι ότι σε μερικά χρόνια, ο πολύχρωμος και εκθαμβωτικός τρισδιάστατος κόσμος του Cameron θα θεωρείται ξεπερασμένος μπροστά στις νέες και εξελιγμένες χρήσεις της τεχνολογίας και του 3D format. Αλλά αν η εν λόγω τεχνική είναι, όπως φαίνεται, το μέλλον του εμπορικού –τουλάχιστον-κινηματογράφου, το Avatar θα αποτελεί σίγουρα μια ταινία-αναφορά αυτής της νέας εποχής. Καλής ή κακής είναι θέμα γούστου.


Με έντονες αναφορές στο αμερικάνικο ιμπεριαλιστικό παρελθόν και μέλλον, περνώντας από την εποχή των Ινδιάνων και το Βιετνάμ, o Cameron εκμοντερνίζει την ιστορία της Pocahontas και μας μεταφέρει σε έναν ολόδικό του και εντυπωσιακό οπτικά νέο κόσμο, τον επικίνδυνο αλλά πλούσιο σε φυσικά κοιτάσματα πλανήτη Pandora. Εκεί, οι πολύ « κακοί » μισθοφόροι μιας ιδιωτικής εταιρείας, προσπαθούν να εκδιώξουν τους ιθαγενείς με μόνο σκοπό το κέρδος. Και κάπως έτσι προχωρά η ταινία, μανιχαϊστικά και με αρκετά κλισέ. Οι « κακοί » (Αμερικανοί μεν, ιδιώτες δε) είναι πολύ κακοί, οι « καλοί » πολύ καλοί, ο ήρωας σαν τον Dances with the wolves (1990) αποκτά σταδιακά συνείδηση –μέσω πάντα του έρωτα- και αλλάζει στρατόπεδα, και ο αμερικάνικος κινηματογράφος μας δίνει μια ακόμα επιφανειακή απολογία, χωρίς οποιαδήποτε άλλο κόστος, παρά αυτό της πανάκριβης παραγωγής. Άλλωστε το έντονο οικολογικό μήνυμα, το οποίο μάλιστα είναι και της μόδας στο αμερικάνικο εμπορικό σινεμά (The Day After Tomorrow, 2012), προέρχεται από την κινηματογραφική βιομηχανία μιας ρυπογόνας χώρας που δεν υπέγραψε τη συνθήκη του Kyoto και « δεσμεύτηκε » για τα ελάχιστα στην πρόσφατη διάσκεψη της Κοπενχάγης. Αν η χολυγουντιανή βιομηχανία προχωρά σε blockbuster καταγγελίες (οξύμωρο;), η Αμερική ίσως να μην διαβάζει το μήνυμα τελικά...


Όλα αυτά βέβαια δεν μειώνουν την οπτική απόλαυση, ούτε και την κινηματογραφική σημασία του Avatar. Ο Cameron σπρώχνει στα άκρα για μια ακόμη φορά τις ψευδαισθητικές δυνατότητες του σινεμά και σαν ένας Georges Méliès του 21ου αιώνα μας δίνει μια οπτικά τέλεια μυθοπλασία, η οποία ελπίζουμε ωστόσο να μην σηματοδοτεί τον θάνατο του φιλμ προς χάριν της ψηφιακής τεχνολογίας.


A.T.


15/1/10

No one knows about Persian cats (Bahman Ghobadi, 2009)


Το Σαββατοκύριακο 9-10 Ιανουαρίου, το Μέγαρο Καλών Τεχνών Bozar και η Cinematek στις Βρυξέλλες (η ανορθογραφία των οποίων οφείλεται σε έναν συμβιβασμό μεταξύ Φλαμανδών και Βαλλόνων για τα πολιτιστικά δρώμενα της πρωτεύουσας) διοργάνωσαν ένα πολιτιστικό weekend για το Ιράν, κυρίως με προβολές ταινιών της τρίτης γενιάς κινηματογραφιστών του Ιράν.

Το Σάββατο προβλήθηκαν οι «Περσικές Γάτες» (Kasi az gorbehaye irani khabar nadareh - No one knows about Persian cats) παρουσία του σκηνοθέτη Bahman Ghobadi, γνωστού από τις ταινίες «Μεθυσμένα άλογα» και «Οι χελώνες πετούν». Η νέα του ταινία, που βραβεύτηκε στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του τελευταίου Φεστιβάλ των Καννών, παρουσιάζει με έναν πολύ φρέσκο και ξεχωριστό για τα ιρανικά κινηματογραφικά στερεότυπα τρόπο την κυριολεκτικά underground μουσική σκηνή στην Τεχεράνη. Συγκροτήματα rock, pop, jazz, soul, ή ακόμη και παραδοσιακής ιρανικής μουσικής, τα οποία ψάχνουν απεγνωσμένα κάποιο υπόγειο να κάνουν πρόβες, υπό τον μόνιμο φόβο να συλληφθούν από τις αρχές. Και όλα αυτά μην ξεχνάμε, σε μια χώρα 70 εκατομμυρίων, τα 2/3 των οποίων είναι κάτω από 30 ετών.

Η ταινία ξεκινά με μια story in a story σεκάνς, που ουσιαστικά συνοψίζει την πραγματική ιστορία πίσω από την ταινία και θυμίζει λίγο και τα στοιχεία ψευδοντοκιμαντέρ άλλων ιρανικών ταινιών, όπως το Close-up του Kiarostami. Πολλές σκηνές της ταινίας είναι σχεδόν βιντεοκλίπ, καθώς ο Ghobadi ουσιαστικά ντύνει με σκηνές από τη σύγχρονη Τεχεράνη (όπως αυτές με τους αστέγους και τα χαμίνια της πόλης) τα τραγούδια των συγκροτημάτων. Έτσι, με την ταινία τους προσφέρει ουσιαστικά και το πρώτο βίντεοκλιπ για τη μουσική τους, μουσική η οποία ουσιαστικά δεν κυκλοφορεί παρά μόνο παράνομα, από χέρι σε χέρι. Μια πολύ ενδιαφέρουσα και αξιόλογη ταινία, τόσο στις προθέσεις της όσο και ως αποτέλεσμα.

Όπως εξήγησε μετά την προβολή της ταινίας ο Ghobadi, μουσικός ο ίδιος εκτός από σκηνοθέτης, μετά τα εξαντλητικά προβλήματα που αντιμετώπισε με τις αρχές στην προσπάθειά του να γυρίσει τις τελευταίες του ταινίες, είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει το σινεμά και να στραφεί στη μουσική. Μπήκε έτσι σιγά σιγά σ’έναν κόσμο που αγνοούσε, έναν κόσμο που περιλαμβάνει 3000 σχεδόν συγκροτήματα σε όλο το Ιράν, τα οποία είναι άγνωστα, σπάνια έχουν άδεια από τις αρχές να δώσουν συναυλίες ή να κυκλοφορήσουν δίσκο και κάνουν πρόβες σε ημιπαράνομα υπόγεια στούντιο και ταράτσες…Αποφάσισε τότε λοιπόν να γυρίσει μια ταινία για τον μικρόκοσμο αυτό, με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους μουσικούς, οι οποίοι ως επί το πλείστον στην ταινία υποδύονται τους εαυτούς τους. Οι ανησυχίες μήπως μπουν σε νέες περιπέτειες με την ταινία αυτή εξηγεί τους λιτούς διαλόγους, χωρίς πολιτικές και θρησκευτικές αναφορές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ghobadi γνώρισε το πρωταγωνιστικό δίδυμο των μουσικών Asghan και Negar λίγο αφότου είχαν αποφυλακιστεί και η ταινία ολοκληρώθηκε 5 μόλις ώρες πριν αυτοί εγκαταλείψουν το Ιράν για το Λονδίνο, προκειμένου εκεί να μπορούν να ασχοληθούν ελεύθερα με τη μουσική τους. Συμπαραγωγός της ταινίας είναι και η Roxana Saberi, αρραβωνιαστικιά του σκηνοθέτη και γνωστή από τα μπλεξίματά της με το ιρανικό καθεστώς.

Στο πλαίσιο του μικρού αυτού αφιερώματος, προβλήθηκαν επίσης τα ντοκιμαντέρ «Safar» και «Teheran without permission» (το οποίο γυρίστηκε με κινητά τηλέφωνα, προκειμένου να αποφύγουν οι δημιουργοί του τη λογοκρισία…), καθώς και η ταινία «About Elly» του Asghar Farhadi, που βραβεύτηκε με την ασημένια άρκτο στο φεστιβάλ του Βερολίνου το 2009. Στην εν λόγω ταινία πρωταγωνιστεί η υπέροχη Golshifteh Farahani, εγκατεστημένη πλέον στο Παρίσι, η οποία ειρήσθω εν παρόδω έχει ζήσει από κοντά την underground μουσική σκηνή της Τεχεράνης ως μουσικός η ίδια και μέλος του συγκροτήματος "Kooch Neshin" (Νομάδες).

Ως προέκταση αυτού του ιρανικού ΣΚ, η Cinematek διοργανώνει την εβδομάδα 11-18 Ιανουαρίου αφιέρωμα στις ταινίες της οικογένειας Makhmalbaf, η οποία μετρά αισίως 4 σκηνοθέτες, τον πατέρα Moshen, τη μητέρα Marzieh και τις δύο κόρες Samira και Hana...

Δείτε και αυτό το πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ πάνω στο ίδιο θέμα:



Σχετικά δημοσιεύματα για τη μουσική σκηνή του Ιράν:
http://www.guardian.co.uk/music/2009/jan/16/popandrock-freedom-of-speech
http://www.guardian.co.uk/music/2007/apr/22/features.musicmonthly6\
http://www.guardian.co.uk/world/2005/aug/23/iran.arts
http://news.bbc.co.uk/2/hi/middle_east/3471841.stm
Και αν αναρωτιέστε πόσα ambient black metal γκρουπάκια υπάρχουν στο Ιράν, υπάρχει μία κάποια απάντηση στην Βίκυ. Επίσης, σκηνή από την ταινία Γάτες και συνέντευξη του σκηνοθέτη στις Κάννες και μία ακόμη σκηνή-video clip ιρανικού hip hop.

από τις Βρυξέλλες, ο ανταποκριτής μας Γ.Κ.