4/12/09

L'Homme qui dort (Georges Perec & Bernard Queysanne, 1974)


Όταν τίθεται το θέμα "Λογοτέχνες πίσω από την κάμερα" συνήθως αυτή που έρχεται στο μυαλό είναι η Marguerite Duras, πρωτοπόρος άλλωστε ενός ολόκληρου κινηματογραφικού ρεύματος. Σπάνια αναφέρεται το μοναδικό κινηματογραφικό έργο του Georges Perec, L' homme qui dort, το οποίο διασκεύασε από το ομώνυμό του βιβλίο και σκηνοθέτησε μαζί με τον Bernard Queysanne. Αυτό η μοναδική και εξαιρετική κινηματογραφική απόπειρα του συγγραφέα έμεινε λίγο πολύ στην αφάνεια, παρότι το 1974 είχε κερδίσει το βραβείο Vigo. Ανακαλύφθηκε και πάλι πρόσφατα με την αποκατάσταση και την επανέκδοσή του σε dvd στη Γαλλία. Το ποιητικό και σκοτεινό υπαρξιακό χρονογράφημα του Perec αποδίδεται πολύ επιτυχημένα στην οθόνη, με έναν βουβό πρωταγωνιστή (Jacques Speisser) και μια πανταχού παρούσα αφηγήτρια (Ludmila Mikael). Η κάμερα ακολουθεί το βήμα και το βλέμμα του πρωταγωνιστή, στην άσκοπη περιπλάνησή του στο Παρίσι, στον εγκλεισμό του στο μικρό του δωμάτιο, στην παραίτησή του από τη ζωή. Η φωνή της αφήγησης άλλοτε καθοδηγεί και άλλοτε καταγράφει τις αυτοματικές κινήσεις του. Από την υπνωτική κίνηση της κάμερας οδηγούμαστε αργά και βασανιστικά στην εφιαλτική συνάντηση με τον τρόμο του κενού.

Ένα απόσπασμα από την ταινία (που υπάρχει ολόκληρη στο youtube):



και ένα απόσπασμα από το βιβλίο (σε ευγενική προσφορά και μετάφραση του υπογράφοντος):

Νύχτωσε. Πού και που, περνάει ένα αυτοκίνητο μαρσάροντας. Σταγόνες σιγοτρέχουν από τη βρύση του διαδρόμου. Ο γείτονας σου είναι ήσυχος, ίσως λείπει, ίσως να πέθανε κιόλας. Είσαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ντυμένος, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από τον αυχένα, τα γόνατα ψηλά. Κλείνεις τα μάτια, τα ξανανοίγεις. Σχήματα ιών, μικροβίων εμφανίζονται μέσα στα μάτια σου ή πάνω στον κερατοειδή σου, πέφτουν αργά από πάνω προς τα κάτω, εξαφανίζονται, επιστρέφουν ξαφνικά στο κέντρο, ελάχιστα αλλαγμένα, δίσκοι ή φυσαλίδες, κλαδάκια, στριμμένες ίνες που μαζί σχηματίζουν κάτι σαν ζώο, σχεδόν μυθικό. Μια χάνεις τα ίχνη τους, μια τα ξαναβρίσκεις. Τρίβεις τα μάτια σου και οι ίνες εκρήγνυνται, πολλαπλασιάζονται.
Ο χρόνος περνάει, μισοκοιμάσαι. Ακουμπάς το βιβλίο δίπλα σου, ανοιχτό πάνω στο κρεβάτι. Όλα είναι θολά, όλα βουίζουν. Η ανάσα σου παραδόξως κανονική. Ένα μικρό μαύρο έντομο, που μοιάζει εξωπραγματικό, ανοίγει ένα απρόσμενο χάσμα στο λαβύρινθο χαραγματιών πάνω στο ταβάνι.
Περιφέρεσαι στους δρόμους, νύχτα μέρα. Γυρνάς στα σινεμά της γειτονιάς, απ’ όπου αναδύεται επίμονα η μυρωδιά της χλωρίνης, τρως σάντουιτς στους πάγκους των καφενείων, πατάτες τηγανητές στο χέρι, διασχίζεις τα λούνα παρκ, παίζεις φλιπεράκι, πηγαίνεις στα μουσεία, στις αγορές, στους σταθμούς, στις δημόσιες βιβλιοθήκες, κοιτάς τις βιτρίνες των παλαιοπωλείων της οδού Ζακόμπ, τα υαλοπωλεία της οδού ντε Παραντί, τα επιπλάδικα της οδού Φωμπούρ Σαιντ Αντουάν.
Όσο περνούν οι ώρες, οι μέρες, οι βδομάδες, οι εποχές, αποσύρεσαι, απομακρύνεσαι από τα πάντα. Ανακαλύπτεις καμιά φορά, εκστασιασμένος σχεδόν, ότι είσαι ελεύθερος, ότι δεν σε βαραίνει τίποτα, τίποτα δεν σε ευχαριστεί ούτε σε δυσαρεστεί. Βρίσκεις, σε αυτή τη ζωή χωρίς φθορά, όπου τίποτα δεν σε συνεπαίρνει πέρα από αυτές τις μετέωρες στιγμές που σου δίνουν τα χαρτιά ή κάποιοι θόρυβοι, κάποια θεάματα που προσφέρεις στον εαυτό σου, μια ευτυχία σχεδόν τέλεια, μαγευτική, ενίοτε γεμάτη νέες συγκινήσεις. Ζεις σε πλήρη ανάπαυση, προφυλαγμένος κάθε στιγμή, προστατευμένος. Ζεις σε μια ευτυχή παρένθεση, σε ένα κενό γεμάτο υποσχέσεις, από το οποίο όμως εσύ δεν περιμένεις τίποτα. Είσαι αόρατος, διαυγής, διάφανος. Δεν υπάρχεις πια: οι ώρες, οι μέρες διαδέχονται η μία την άλλη, οι εποχές αλλάζουν, ο χρόνος τρέχει, εσύ επιβιώνεις, δίχως χαρά ούτε θλίψη, δίχως μέλλον ούτε παρελθόν, έτσι απλά, φυσικά, σαν μια σταγόνα που σιγοτρέχει από τη βρύση του διαδρόμου, σαν έξι βρεγμένες κάλτσες σε μια ροζ πλαστική λεκάνη, σαν μύγα ή σαν στρείδι, σαν αγελάδα, σαν σαλιγκάρι, σαν παιδί ή σαν γέρος, σαν αρουραίος.
Μ.Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: