24/11/09

50ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Δυστυχώς, ο ανταποκριτής σας στη Θεσσαλονίκη ασθένησε από έναν τρισκατάρατο ιό και έτσι πρόλαβε να δει ελάχιστες ταινίες. Παρ' όλα αυτά, θα σας γράψει δύο λόγια γι' αυτά τα αξιόλογα που είδε.

Samson and Delilah (Warwick Thornton, 2009)



Το φετινό τμήμα Focus του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν αφιερωμένο στην post-romance αισθητική, δηλαδή μια τάση αναδιαπραγμάτευσης των "ρομαντικών" ταινιών, όπου ρομαντικές ταινίες είναι κατά τους διοργανωτές εκείνες που παρουσιάζουν την αιώνια ιστορία "αγόρι-αγαπάει-κορίτσι, κορίτσι-αγαπάει -αγόρι". Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η ομολογουμένως πολύ πρωτότυπη "μετα-ρομαντική" ταινία Samson and Delilah Warwick Thornton από την Αυστραλία, η οποία άλλωστε βραβεύτηκε και με τη Χρυσή Κάμερα στις Κάννες. Στις αρετές της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του σκηνοθέτη είναι η εξαιρετική φωτογραφία της, το ευαίσθητο, βωβό σχεδόν, σενάριο και οι ενδιαφέρουσες παρουσίες των πρωταγωνιστών. Και είναι ευαίσθητο το σενάριο, όχι λόγω της ιδιόμορφης ερωτικής ιστορίας, αλλά επειδή μέσα από αυτήν θίγεται το ζήτημα του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης των Αβορίγινων και προβάλλεται μια Αυστραλία που οι ίδιοι οι Αυστραλοί προτιμούν να αγνοούν. Το θέμα της οικειοποίησης και της εκμετάλλευσης της τέχνης των ιθαγενών, όπως και το θέμα του εθισμού σε ουσίες που έφερε ο δυτικός πολιτισμός είναι θέματα που επαναλαμβάνονται σε όλες τις ιστορίες αποικιοκρατίας.




A Short Film about the Indio Nacional (2005) & Independencia (2009) - Δύο ταινίες του Raya Martin




Το φετινό φεστιβάλ μας έδωσε επίσης τη δυνατότητα να εντρυφήσουμε στον φιλιππινέζικο κινηματογράφο. Πρόλαβα ωστόσο να εντρυφήσω μόνο σε έναν από τους δημιουργούς, τον Raya Martin, βλέποντας τις 2 από τις 3 ταινίες του που παρουσιάστηκαν στο Φεστιβάλ. Το A Short Film about the Indio Nacional και το Independencia είναι τα δύο πρώτα μέρη μιας ιστορικής τριλογίας, που πραγματεύεται τρεις διαφορετικές εποχές της αποικιοκρατίας στις Φιλιππίνες. Το φιλόδοξο σχέδιο του νεαρού σκηνοθέτη είναι κάθε εποχή να παρουσιαστεί και με αντίστοιχο τρόπο κινηματογράφησης, να τις εντάξει σε μια διαφορετική εποχή του κινηματογράφου. Η πρώτη, η οποία αναφέρεται στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου, ανήκει στον βωβό κινηματογράφο. Η δεύτερη, που αναφέρεται στην αμερικανική κατοχή, ανήκει στον κινηματογράφο των studio της δεκαετίας του 30. Και φυσικά κάθε μία υιοθετεί τους αντίστοιχους κινηματογραφικούς κώδικες της εποχής, κάτι που γίνεται αναμφίβολα με εξαιρετικά πετυχημένο τρόπο. Ωστόσο, πρέπει να πω ότι δεν ευχαριστήθηκα την πρώτη ταινία όσο ευχαριστήθηκα τη δεύτερη. Ίσως το πρώτο δεκαπεντάλεπτο της ταινίας, που δείχνει επίμονα ένα ζευγάρι να κοιμάται, να με πέταξε έξω, όπως μάλλον έδιωξε και πολλούς θεατές από την αίθουσα. Είναι σίγουρο ότι οι ταινίες αυτές του Φιλιππινέζου σκηνοθέτη είναι μάλλον απαιτητικές από τον μέσο θεατή και απευθύνονται σε ένα πιο σινεφίλ κοινό, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος και η παραγωγός του. Και το κοινό του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Και αν το καταλαβαίνω σε ένα βαθμό για την πρώτη βωβή και αρκετά κουραστική ταινία, το δεύτερο μέρος της τριλογίας ήταν κατά τη γνώμη μου ένα μικρό αριστούργημα, παρουσιάζοντας την εισβολή των Αμερικανών στρατιωτών σε ένα δάσος όπου ζει απομακρυσμένη μια οικογένεια αυτόχθονων σαν μια μεταφυσική εμπειρία, χρησιμοποιώντας με πολύ έξυπνο τρόπο τα τεχνητά ντεκόρ, την επιβλητική μουσική, φτάνοντας σε μια σύνθεση που μπορεί να λογιστεί ως αφιέρωμα στα Παιδικά χρόνια του Ιβάν του Ταρκόφσκι. Πάντως, θα ήταν σίγουρα πιο ενδιαφέρον αν παρακολουθούσε κανείς τις ταινίες αυτές γνωρίζοντας λίγο πολύ το φιλόδοξο σχέδιο του σκηνοθέτη, όσο και την ιστορία του φιλιππινέζικου κινηματογράφου. Όπως μας εξήγησε ο σκηνοθέτης, ολόκληρο το κινηματογραφικό αρχείο των Φιλιππινών μέχρι τη δεκαετία του '40 κάποια στιγμή καταστράφηκε και διασώθηκαν ελάχιστες ταινίες αρχείου (μία από τις οποίες βλέπουμε και στο Independencia). Εξ ου και ο φόρος τιμής του νεαρού δημιουργού σε αυτό το χαμένο κινηματογραφικό κόσμο, ο οποίος θα μπορούσε να μοιάζει με τις ταινίες του.



Ex-Yugoslavian Experimental


Το ενδιαφέρον του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το βαλκανικό σινεμά είναι δεδομένο. Και όταν μάλιστα μας γνωρίζει σπάνιες πειραματικές ταινίες του παρελθόντος, δικαιώνει τον ερευνητικό χαρακτήρα ορισμένων τμημάτων. Το πραγματικό highlight αυτής της σειράς προβολών πειραματικών μικρού μήκους ταινιών από τη Γιουγκοσλαβία της δεκαετίας του 70 ήταν το Healthy People Ready for Fun του Karpo Godina, ο οποίος παρέστη και στο φεστιβάλ. Είναι ένα αφιέρωμα στην επαρχία της Βοϊβοντίνα, που αποτελείται από πορτραίτα όλων των εθνοτήτων που ζουν στην περιοχή, οι οποίες κάθε φορά παρουσιάζονται από το τραγούδι (καταπληκτική παρεμπιπτόντως η μουσική) "Αγαπάμε τους Ρώσους, οι Ρώσοι μας αγαπάνε", "Αγαπάμε τους τσιγγάνους, οι τσιγγάνοι μας αγαπάνε", σε πολύ όμορφα στατικά πλάνα που μοιάζουν με φωτογραφίες. Ο σκηνοθέτης φαίνεται να θέλει να εκθέσει την προπαγανδιστική θέση της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία η Γιουγκοσλαβία αποτελείται από ένα έθνος, ενωμένο και αδιαίρετο. Και το τέλος ουσιαστικά της ταινίας, προέβλεπε την αναπόφευκτη πτώση του ανατολικού μπλοκ.

Μία άλλη συλλογική δημιουργία σπάνιας αξίας, η υλοποίηση της οποίας επίσης χρεώνεται στον Karpo Godina, είναι το I Miss Sonja Henie. Ο τρόπος που έγινε αυτή η ταινία, αλλά και τα ονόματα που συμμετείχαν φαίνεται σήμερα αρκετά απίστευτος. Όπως περιγράφει ο Godina, ως οικοδεσπότης του Φεστιβάλ του Βελιγραδίου του 1972, ζήτησε από τους καλεσμένους του (μεταξύ των οποίων ο Makavejev, ο Forman με τον ηθοποιό του Buck Henry, o Paul Morissey και ο Frederick Wiseman) να συμεισφέρουν σε μια συλλογική ταινία, όπου θα γύριζαν ο καθένας μια μικρή ταινία 3 λεπτών, με όποιους ηθοποιούς ήθελαν και μοναδικό περιορισμό να ακούγεται η ατάκα-τίτλος της ταινίας και γυρισμένη σε συγκεκριμένο σκηνικό. Ο Karpo Godina στη συνέχεια θα μόνταρε αυτό το υλικό, το οποίο όμως προβλήθηκε ολοκληρωμένο μόλις τα τελευταία χρόνια και κάνει πλέον τον γύρο των φεστιβάλ, μαζί με το making off του. Μπορεί το περιεχόμενο της ταινίας από μόνο του να μην έχει τόσο ενδιαφέρον, αλλά για τις συνθήκες δημιουργίας, γι' αυτόν τον αέρα ελευθερίας που έπνεε στη Γιουγκοσλαβία εκείνης της εποχής, έχει ανεκτίμητη ιστορική αξία. Μπορείτε να το δείτε εδώ, δε 2 μέρη.


Medalia de onoare (Peter Calin Netzer, 2009)


Άφησα για το τέλος την πιο ενδιαφέρουσα ίσως ταινία που είδα και ήταν τελικά και αυτή που απέσπασε τον αργυρό Αλέξανδρο, βραβείο σεναρίου και βραβείο ανδρικής ερμηνείας (δικαιώνεται για άλλη μια φορά ο θαυμασμός του μπλογκ μας για τον νέο ρουμανικό κινηματογράφο). Το Μετάλλιο Τιμής λοιπόν είναι η ιστορία ενός ηλικιωμένου Ρουμάνου που λαμβάνει ένα τιμητικό μετάλλιο για τον ηρωισμό του στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πρωταγωνιστής, αν και απορεί στην αρχή γιατί τιμήθηκε, στη συνέχεια αρχίζει να νιώθει περήφανός για το μετάλλιό του, να διηγείται τα ανδραγαθήματά του, βελτιώνει τη σχέση του με τη γυναίκα του και τον γιο του που ζει στο εξωτερικό και πηγαίνει στον ίδιο τον πρόεδρο της Ρουμανίας για να ζητήσει (ως ήρωας πολέμου) την επίλυση του προβλήματος θέρμανσης της πολυκατοικίας του. Μια μέρα όμως μαθαίνει ότι τελικά το μετάλλιο δεν ήταν παρά ένα λάθος και η περηφάνια του καταρρέει, λίγες μέρες πριν την επιστροφή του γιου του στην πατρίδα. Αυτή την απλή ιστορία πραγματεύεται με πολύ έξυπνο και διεισδυτικό τρόπο ο Calin Peter Netzer, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του. Αφενός με τα μεγάλης διάρκειας πλάνα του, με αποκορύφωμα το τελικό μονοπλάνο, το οποίο αποτελεί σπάνιο σκηνοθετικό επίτευγμα, που θα έπρεπε να διδάσκεται σε σχολές. Αφετέρου με την αυθεντικότητα με την οποία αντιμετωπίζει το θέμα του, με τις επιλογές των ηθοποιών και με τους αληθινούς χαρακτήρες του (ο ηθοποιός που παίζει τον πρόεδρο δεν είναι άλλος από τον πρώην πρόεδρο της Ρουμανίας!). Το Μετάλλιο Τιμής έρχεται να προστεθεί στη σειρά των ρουμανικών ταινιών κοινωνικής σάτιρας, που δεν σταματούν να μας εκπλήσσουν.
Μ.Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: