25/6/09

The 25th hour (Spike Lee, 2002)


Ξαναπέτυχα χθες στην τηλεόραση την 25η ώρα του Spike Lee και επιβεβαίωσα την αρχική άποψή μου, ότι είναι δηλαδή από τις πιο ενδιαφέρουσες αμερικανικές ταινίες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Είναι ένας καθρέφτης της νεουορκέζικης κοινωνίας στις αρχές της 3ης χιλιετίας, στη σκιά της 11ης Σεπτέμβρη, των οικονομικών σκανδάλων της κυβέρνησης Μπους, γεμάτος μελαγχολία, νοσταλγία, οργή, αλλά και πατριωτισμό, ελπίδα. Καταγράφει τις τελευταίες 24 ώρες ελεύθερης ζωής του Μόντι Μπρόγκαν, ο οποίος συνελήφθη για εμπόριο ναρκωτικών και έχει μία μέρα για να αποχαιρετίσει τους δύο καλύτερους φίλους του, τη γυναίκα του, τον πατέρα του, το σκύλο του, αλλά και να μάθει ποιος τον πρόδωσε. Όταν βγήκε η ταινία το σημείο όπου στάθηκαν οι περισσότερες παρουσιάσεις της ήταν το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής της ήταν λευκός. Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ήδη στο Καλοκαίρι του Σαμ, ο Spike Lee είχε εστιάσει σε μια ιταλική κοινότητα της Νέας Υόρκης. Η ματιά του μπορεί να μην έχει την ίδια οξύτητα που είχε στις πρώτες ταινίες του σχετικά με τα φυλετικά ζητήματα, αλλά στο μεταξύ και η ίδια η Αμερική έχει αλλάξει πολύ από την εποχή του Do the Right Thing.
Ωστόσο, δεν μπορεί να πει κανείς ότι τα φυλετικά/εθνοτικά ζητήματα έχουν λέιψει ποτέ από τις ταινίες του: και στο Καλοκαίρι του Σαμ αλλά και στην 25η ώρα έχουν κεντρική θέση, σε σημείο που μπορεί να πει κανείς ότι η 25η ώρα εντάσσεται σε μια σειρά ταινιών που ξεκινούν από τον Scorsese και τον Cimino για να φτάσουν ως τον James Gray. Η Αμερική ως χωνευτήρι λαών, είναι το ερώτημα και η προβληματική. Υπάρχουν 2-3 σκηνές στην ταινία που φέρουν τη μοναδική σφραγίδα του σκηνοθέτη της, και σηκώνουν όλο το βάρος της. Είναι η σκηνή του Eduard Norton στον καθρέφτη, που παραπέμπει τόσο στους μονολόγους του Ταξιτζή του Scorsese, όσο και στους μονολόγους των πρωταγωνιστών του Do the Right Thing, όπου οι ήρωες εκφράζουν ρατσιστικά στερεότυπα. Εδώ ο Norton βρίσκεται σε μια τουαλέτα και καθώς βρίσκεται μπροστά στη χαρακτηριστική επιγραφή Fuck you αρχίζει να βρίζει όλες τις φυλές, όλες τις επαγγελματικές ή κοινωνικές ομάδες της Νέας Υόρκης, για να καταλήξει στους φίλους του, τη γυναίκα του, την οικογένειά του, και τελικά να κοιτάξει τον ίδιο του τον εαυτό και να αρχίσει να τον οικτίρει για την αποτυχία του. Σε αυτή τη σκηνή θα λέγαμε ότι εκφράζεται περισσότερο το μήνυμα των παλαιότερων έργων του Spike Lee, της Αμερικής ως salad bowl, όπου δεν υπάρχει δυνατότητα συγχώνευσης ανάμεσα στις διάφορες ομάδες.

Όμως στην τελευταία ονειρική σκηνή, την 25η ώρα(;), η ματιά του αλλάζει. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μήνυμα ενότητας, έστω και αν αυτό παρουσιάζεται μόνο ως δυνητικό, μέσα από την απαισιόδοξη φιγούρα του πατέρα και μέσα από το όνειρο του Μόντι. Κατά την 25η ώρα του, ο Μόντι ανακαλύπτει ότι υπάρχει εναλλακτική απέναντι στη σαπίλα, τη διαφθορά, την εύκολη επιτυχία. Υπάρχει ένα εναλλακτικό αμερικάνικο όνειρο και το βλέπει σαν ένα τράβελινγκ σε χαμογελαστά πρόσωπα διάφορων εθνοτήτων, την Αμερική ως melting pot, την Small-town America. Το όνειρο ταυτίζεται άλλωστε με την παλαιότατη αμερικάνικη προτροπή: "Go west, young man" και θα γίνεις ένας νέος άνθρωπος.

Ωστόσο, το όνειρο παραμένει στο επίπεδο του δυνητικού. Είναι σαφές ότι η Αμερική περνάει μια βαθύτατη κρίση, η οποία υποδεικνύεται άλλωστε από τα πλάνα του Spike Lee στο ground zero. Σε μια εποχή που τα τραύματα ήταν ακόμα νωπά, όπου η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία έχει απαγορεύσει ουσιαστικά κάθε αναφορά στο τραυματικό συμβάν της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Spike Lee τολμάει να αναφερθεί στα γεγονότα και να τα συνδέσει με την κρίση που περνούν οι χαρακτήρες του. Χαρακτηριστική εξάλλου της παρακμής και της κρίσης είναι και η σκιά που πλανιέται πάνω από το μπαρ του πατέρα, που σέρβιρε ποτά σε πυροσβέστες. Έμμεσα, ο Spike Lee στηλιτεύει και τους πρόσφατους σκληρούς νόμους κατά των ναρκωτικών και κάνει ένα παραλληλισμό ανάμεσα στον πρωταγωνιστή που ετοιμάζεται να εκτίσει την ποινή του και τους κερδοσκόπους της Wall Street και τους υπεύθυνους για το σκάνδαλο της Enron που κυκλοφορούν ελεύθεροι.
"Go west young man, and grow up with the country" ήταν το ρητό του Horace Greely. Το νεοπατριωτικό μήνυμα του Spike Lee θα μπορούσε να είναι "go back west young man, and regrow with the country".
M.M.

6/6/09

Ευρωεκλογές και ευρωσύνορα
ή μερικές κινηματογραφικές σκέψεις πριν πάμε στην κάλπη

Ευρωεκλογές άυριο και, αν έχουμε κάποιο λόγο να ψηφίσουμε, είναι το ζήτημα της μετανάστευσης. Αν δηλαδή θέλουμε μια ανοιχτή Ευρώπη, που θα παρέχει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης σε όσους εκμεταλλεύεται για να παράγει τον πλούτο της, ή αν θέλουμε μια ξενόφοβη Ευρώπη-φρούριο. Ήδη μερικές από τις κυβερνήσεις τις Ευρώπης έχουν δείξει το δρόμο ως προς τη μεταναστευτική πολιτική που πρόκειται να ακολουθήσει η Ευρώπη, με τη Γαλλία του Σαρκοζί και την Ιταλία του Μπερλουσκόνι να πρωτοστατούν. Δεν είναι τυχαίο ότι, ολοένα περισσότερο, ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος στρέφεται στο θέμα της μετανάστευσης. Φέτος στη Γαλλία, δύο από τις ταινίες που ακούστηκαν περισσότερο ήταν το Eden à l'Ouest του Κώστα Γαβρά και το Welcome του Philippe Lioret, με τη δεύτερη να συγκεντρώνει τα φώτα πάνω της, ιδαίτερα μετά την πολεμική που συνόδευσε την κυκλοφορία της στις γαλλικές αίθουσες.

Welcome (Philippe Lioret, 2009)


Λίγες μέρες πριν βγει η ταινία, ο Philippe Lioret (που έγινε γνωστός στη Γαλλία κυρίως με την προηγούμενη ταινία του, Je vais bien ne t'en fais pas) κάνει με δηλώσεις του τον παραλληλισμό ανάμεσα στη μεταχείριση των μεταναστών στη Γαλλία του σήμερα με τη μεταχείριση των Εβραίων κατά το Β' Παγκόσμιο. Αυτές οι δηλώσεις προκαλούν την αντίδραση του Υπουργού Μετανάστευσης που δηλώνει ότι, αν και θεωρεί πολύ καλή την ταινία, ο δημιουργός της ξεπέρασε τα όρια με τις δηλώσεις του. Η ταινία όμως του Lioret στηρίζει απόλυτα το επιχείρημα του δημιουργού της, πρώτα απ' όλα με την αναφορά της στο νόμο που βρίσκεται ακόμα σε ισχύ στη Γαλλία από τον Β' Παγκόσμιο, και απειλεί με 5ετή φυλάκιση όποιον πολίτη βοηθήσει παράνομο μετανάστη. Ο νόμος αυτός επανέρχεται όλο και περισσότερο στο προσκήνιο από την πολιτική της κυβέρνησης, που καλλιεργεί ένα κλίμα απομόνωσης των μεταναστών και όσων τους βοηθούν, ενθαρρύνοντας μάλιστα την κατάδοση από τους "φιλήσυχους" πολίτες. Το επιχείρημα είναι απλό και το εκφράζει ξεκάθαρα ο αστυνομικός στην ταινία: αν τους βοηθάμε, τότε θα έρθουν κι άλλοι.
Ο κατεξοχήν τόπος που συμβαίνουν όλα αυτά είναι το λιμάνι του Calais στο κανάλι της Μάγχης, όπου συγκεντρώνονται χιλιάδες παράνομοι μετανάστες αναζητώντας τρόπο να εισέρθουν στη Βρετανία. Ένας από αυτούς είναι και ο νεαρός Κούρδος Μπιλάλ που έχει έρθει από την πατρίδα του ταξιδεύοντας με τα πόδια ή μέσα σε νταλίκες, με κύριο στόχο να περάσει απέναντι και να βρει την κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος. Φτάνοντας όμως στο Calais, ανακαλύπτει ότι η συνέχεια της διαδρομής δεν είναι τόσο εύκολη: για να διασχίσει κανείς τη Μάγχη, πρέπει πρώτον να έχει χρήματα για να πληρώσει τους δουλεμπόρους και δεύτερον να μπορεί να παραμείνει για κάποια λεπτά χωρίς αναπνοή, προκειμένου να μην εντοπιστεί από τους λιμενοφύλακες. Ο Μπιλάλ όμως δεν τα καταφέρνει και αποφασίζει να αναζητήσει μια άλλη διέξοδο, διασχίζοντας το κανάλι κολυμπώντας. Όμως κολύμπι δεν ξέρει και έτσι επισκέπτεται το κολυμβητήριο της περιοχής και αρχίζει τα μαθήματα κολύμβησης. Ο δάσκαλός του είναι ένας απογοητευμένος από τη ζωή μεσήλικας που μόλις έχει χωρίσει από την αγαπημένη του, η οποία συμμετέχει στην ομάδα που βοηθάει τους μετανάστες. Θέλοντας να την κερδίσει πίσω, αποφασίζει να παριστάνει ότι ενδιαφέρεται για τον νεαρό μετανάστη και τον βοηθά. Όχι μόνο του κάνει μάθημα, αλλά σιγά σιγά αρχίζει να τον φιλοξενεί σπίτι του, να γίνεται φίλος του και συμβουλός του, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που έχει αυτό στην κοινωνική του ζωή. Ίσως αυτό που συγκινεί τον Γάλλο να είναι το πάθος του νεαρού Κούρδου να διεκδικήσει τον έρωτά του, διασχίζοντας μια ήπειρο και διακινδυνεύοντας την ίδια του τη ζωή. Η συνύπαρξη με τον Μπιλάλ αναδεικνύει το τέλμα της ζωής του Σιμόν και με τη θυσία του τού δείχνει το δρόμο για να το ξεπεράσει.
Η ταινία μπορεί να έχει αρκετά δραματικά κλισέ και μη ρεαλιστικά στοιχεία στο σενάριο, αλλά βρίσκει τον τρόπο να ξεφύγει από το στερεότυπο της ταινίας για μετανάστες. Επικεντρώνει το ενδιαφέρον περισσότερο στη ζωή του Γάλλου πρωταγωνιστή, παρά στη συμβολική ιστορία του Κούρδου μετανάστη, καταγγέλλει την ξενοφοβία, τη μεταχείριση των μεταναστών, την αστυνομοκρατία και το κλίμα δωσιλογισμού. Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις της Ευρώπης δεν φοβούνται ότι η αλληλεγγύη θα φέρει και άλλους πρόσφυγες, φοβούνται την αλληλεγγύη την ίδια, επειδή θέλουν αυτοί οι άνθρωποι να μην έχουν στον ήλιο μοίρα, να τους εκμεταλλευόμαστε όσο τους χρειαζόμαστε και μετά να τους στέλνουμε πίσω, όσους επιζήσουν. Από αυτή τη σκοπιά, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των μεταναστών έχουν ορισμένα κοινά με παλαιότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Λίγο καιρό αφού είδα την ταινία, διάβασα ότι η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, υπό την πίεση των σκανδάλων, θέσπισε νόμο με τον οποίο κινδυνεύουν με φυλάκιση όσοι βοηθούν λαθρομετανάστες. Ελπίζω να βγει κάποια στιγμή η ταινία και στην Ελλάδα, γιατί ο φετεινές ταινίες που έπαιξαν στο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου ήταν μάλλον μέτριες.

Jas sum od Titov Veles (Teona Mitevska, 2007)



Ένας άλλο ζήτημα για το οποίο, καθώς φαίνεται, θα ψηφίσουν οι Έλληνες και σε αυτές τις εκλογές είναι το μακεδονικό ζήτημα. Η κυβερνητική (και όχι μόνο) εξωτερική πολιτική το έχει ανάγει σε πρωταρχικό ζήτημα της ελληνικής διπλωματίας. Ενδιαφέρον έχει όμως να δούμε τα πράγματα και από την άλλη πλευρά. Την προηγούμενη βδομάδα βγήκε και στην Ελλάδα η πγδμακεδονική ταινία Γεννήθηκα στο Τίτο Βέλες της Τεόνα Μιτέφσκα. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο Βερολίνο πριν 2 χρόνια, αλλά εγώ είχα την ευκαιρία να τη δω στο Παρίσι, σε μια προβολή που έγινε παρουσία της δημιουργού, καθώς και μιας συμπατριώτισσάς της ιστορικού που μας "διαφώτισε" στο τέλος της ταινίας.
Αν εξαιρέσουμε τον βαρύ συμβολισμό της, την βαριά της ατμόσφαιρα και τον βαρύ της ρυθμό, γενικώς η ταινία μου άφησε καλές εντυπώσεις. Η ιστορία έχει να κάνει με τρεις αδερφές σε μια μικρή πόλη της γειτονικής μας χώρας, την τοξικομανή Σλάβιτσα, που δουλεύει σε εργοστάσιο και ψάχνει έναν σύζυγο για να την αποκαταστήσει, την Σαπφώ, που αλλάζει κάθε τόσο σύντροφο με ελπίδα να βγάλει μια βίζα για την Ελλάδα, και τέλος την ονειροπαρμένη Αφροντίτα, που έχει σταματήσει να μιλάει μετά το θάνατο του πατέρα και τη φυγή της μάνας. Στο υπόβαθρο της ταινίας, βρίσκεται μια ιστορία του παρελθόντος που έχει άμεση σχέση με την ελληνική ιστορία. Είναι η ιστορία των σλαβομακεδόνων που πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων και διώχτηκαν μετά τον εμφύλιο, με προορισμό τις διάφορες χώρες του ανατολικού μπλοκ, όπου μάλιστα πολλές οικογένειες χωρίστηκαν και έχασαν τα παιδιά τους. Η ιστορία αυτών των χαμένων παιδιών απηχείται από τα όνειρα της πρωταγωνίστριας, αλλά και την επιθυμία της να αποκτήσει παιδί. Είναι μια ιστορία που λίγο πολύ στην Ελλάδα αγνοούμε και δεν θέλουμε να πολυακούμε. Αλλά όπως δήλωσε και η σκηνοθέτης μετά την προβολή είναι λίγο πολύ μια ιστορία που αγνοούν και οι ίδιοι, αφού εκείνη την ανακάλυψε ψάχνοντας τα οικογενειακά της ανείπωτα μυστικά.
Δυστυχώς, εκείνο το βράδυ, τις καλές εντυπώσεις για την ταινία και για τη δημιουργό της τις χάλασε η ιστορικός που κλήθηκε να μιλήσει. Αφού εξήγησε όσο πιο σύντομα γινόταν την ιστορία της Π(έρα)Γ(ύρω)Δ(ίπλα)Μακεδονίας, ξεκαθαρίζοντας κάπως τα πράγματα για τους Γάλλους θεατές, ξεκίνησε ένα εθνικιστικό λογύδριο στο οποίο έφτασε να υποστηρίξει ότι η χώρα της μεταχειρίζεται καλύτερα τις μειονότητες απ' ό,τι οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Κυβερνητική εκπρόσωπος, με λίγα λόγια, έκανε ακόμα και τους συμπατριώτες της να δυσανασχετήσουν. Και όχι τίποτα άλλο, αλλά η ταινία δεν είχε τίποτα το εθνικιστικό, ίσα ίσα, όπως φρόντισε να δηλώσει η σκηνοθέτης, δεν ήθελε να κάνει μια πολιτική ταινία αλλά μία ταινία για τρεις γυναίκες. Τρεις γυναίκες που υποφέρουν κάτω από το βάρος του παρελθόντος, είτε αυτό έχει να κάνει με τα μυστικά της οικογένειας, είτε με την κρυφή ιστορία του τόπου, του κομουνιστικού παρελθόντος που συμβολίζεται από το εργοστάσιο, του οικογενειακού παρελθόντος που συμβολίζεται από τη ντουλάπα του τέλους, που νομίζω λέει πολλά για όλη την ιστορία των Βαλκανίων. Όσο η επίσημη ιστορία και πολιτική μας αποπροσανατολίζουν για την ιστορία των δύο λαών, χρειάζονται τέτοιες ταινίες (όπως άλλωστε και η τουρκική ταινία Ο πόνος του Φθινοπώρου, τολμηρή για το θέμα της) για να μας θυμίζουν κομμάτια της πραγματικής ιστορίας μας.
Μ.Μ.