23/1/09

Waltz with Bashir (Ari Folman, 2008)


Αν και ομολογώ ότι δεν είδα το Βαλς με τον Μπασίρ υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες (προλαβαίνω έτσι τα κακεντρεχή σχόλια), αναμένοντας την ευκαιρία να την ξαναδώ, ήθελα να μοιραστώ κάποιες σκέψεις. Πρώτα απ' όλα, είναι νομίζω γενική ομολογία ότι είναι από τις ομορφότερες ταινίες animation που έχουμε δει, πρωτότυπη μεν, αντλώντας επιρροές από τους σημαντικότερους δημιουργούς κόμικ (βλ. Muñoz). Δεύτερον, για να την κατατάξουμε κάπου, θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ευφάνταστη πλην ανύπαρκτη κατηγορία που έχει θεσπίσει το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, απονέμοντας Βραβείο Ταινίας Τεκμηρίωσης ή Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων. Είναι λοιπόν η μόνη ταινία που μπορώ να φανταστώ ότι εμπίπτει και στις δύο κατηγορίες, αφού με τον αυτοβιογραφικό της τόνο, δίνει την αίσθηση της πραγματικής έρευνας τεκμηρίωσης.

Kεντρικό θέμα της ταινίας είναι η λειτουργία της μνήμης, ως τέχνης να ξεχνάμε. Ένας Ισραηλινός στρατιώτης, τώρα σκηνοθέτης, προσπαθεί μέσα από μαρτυρίες συμπολεμιστών του, να ανακαλέσει τη χαμένη μνήμη του από τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1982, με τη σφαγή στα στρατόπεδα της Σάμπρα και της Σατίλα του Λιβάνου. Οι διάφορες μαρτυρίες αποτελούν κομμάτια ενός παζλ που βοηθούν τον σκηνοθέτη να αποκαταστήσει την αλήθεια, την οποία έχει παντελώς στερηθεί εξαιτίας του αμυντικού μηχανισμού της αποσυνδετικής μνήμης (θα ήθελα να μάθω αν όντως υπάρχει τέτοιος όρος στην ψυχολογία). Κανείς δεν θυμάται τα γεγονότα στο σύνολό τους, ο καθένας διατηρεί μόνο θραύσματα, και ο ρόλος του δημιουργού-ερευνητή είναι να τα συνδέσει για να συμπληρωθεί το παζλ της ιστορικής μνήμης. Αφορμή γι' αυτή τη διεργασία θα αποτελέσει ένας εφιάλτης, μια αγέλη λυσσασμένων σκυλών που καταδιώκει τον πρωταγωνιστή. Η ανασύνθεση της μνήμης φαίνεται λοιπόν να είναι ο μόνος τρόπος για τον σκηνοθέτη να ξορκίσει τον εφιάλτη, να κατορθώσει να ζήσει με τη μνήμη αντί να επιβιώνει με τη λήθη.
Η αναζήτηση του σκηνοθέτη φέρνει ασφαλώς στο μυαλό τους δύο μεγάλους κινηματογραφιστές της μνήμης, τον Welles και τον Resnais, με πιο χαρακτηριστικά δείγματα τον Πολίτη Κέιν και το Χιροσίμα, αγάπη μου αντίστοιχα. Ωστόσο, αν και οι τρεις ταινίες φαίνεται να αναφέρονται στην ατομική μνήμη, έχω την αίσθηση πως η κύρια συνεισφορά τους έχει να κάνει με τη λειτουργία της συλλογικής ιστορικής μνήμης. Η επίσημη ιστοριογραφία επιβάλλει την ιστορική αμνησία, γιατί είναι ο μόνος τρόπος εξορκισμού του συλλογικού εφιάλτη, ο μόνος τρόπος διασφάλισης της συναίνεσης. Ρόλος της τέχνης και της ιστορικής έρευνας είναι να ανατρέξει στα ατομικά σπαράγματα μνήμης, προκειμένου να αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια, να ξεσκεπάσει τα κουκουλώματα ιστορικών εγκλημάτων, και έτσι να αποτελέσει παράδειγμα για την αποφυγή άλλων φρικαλεοτήτων. Δυστυχώς, λοιπόν, η ταινία είναι επίκαιρη. Γιατί αν υπήρχε ιστορική μνήμη στο Ισραήλ, ίσως να αποφεύγονταν οι σημερινές αιματοχυσίες, που μόνο να βελτιώσουν δεν μπορούν την κατάσταση.
Μ.Μ.

11/1/09

Che, Part One : The Argentine (Steven Soderbergh, 2008)
Αν μη τί άλλο, μόνο αδιάφορη δεν θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς τη μέχρι τώρα καριέρα του Αμερικανού σκηνοθέτη και παραγωγού Steven Soderbergh. Aπό το Sex, Lies, and Videotapes (1989), μέχρι την εμπορική και ιδιαίτερα άνιση τριλογία του Ocean’s 11, ο Soderbergh δείχνει ότι μπορεί να κινείται με άνεση ανάμεσα στον εμπορικό και τον ανεξάρτητο κινηματογράφο, άλλοτε με ταινίες κομμένες και ραμμένες σε οσκαρικά μέτρα (Erin Brokovich, 2000), άλλοτε πάλι πειραματιζόμενος σε διαφορετικά στυλ και είδη με εξαιρετικά συνήθως αποτελέσματα (Kafka το 1991, Traffic το 2000, Eros το 2004 μαζί με τον Antonioni και τον Wong Kar-Wai, Bubble το 2005 κ.α.).
Από τις πλέον αναμενόμενες ταινίες της φετινής χρονιάς το σχεδόν τετράωρο Che προβλήθηκε την τελευταία στιγμή στο περσινό Φεστιβάλ των Καννών και έδωσε την ευκαιρία στον πορτορικανό ηθοποιό Benicio Del Toro να κερδίσει παμψηφεί το βραβείο καλύτερης ερμηνείας.
Αρχικά η αρκετά φιλόδοξη ταινία, βασισμένη στα γραπτά του ίδιου του Ernesto ‘Che’ Guevara, αντιμετώπισε σημαντικά προβλήματα στη χρηματοδότηση και τη διανομή της, αφενός λόγω της γλώσσας που επελέγη (ισπανικά για περισσότερο ρεαλισμό), αφετέρου λόγω της συνολικής διάρκειάς της. Τελικά αποφασίστηκε να προβληθεί σε δύο μέρη.
Το πρώτο μέρος με τον υπότιτλο O Αργεντίνος, ακολουθεί την πορεία του Che από τη στιγμή της πρώτης συνάντησής του με τον Fidel Castro (πολύ καλός ο Demian Bichir και τρομερή η ομοιότητά του με τον Kουβανό πολιτικό) και τις συζητήσεις τους στο Μεξικό, στη δημιουργία του κινήματος της 26ης Ιουλίου και τον ανταρτοπόλεμο στα βουνά της Κούβας, μέχρι τη νίκη του στη μάχη της Santa Clara το 1958, καθοριστική στιγμή της κουβανικής επανάστασης.
Στον Αργεντίνο ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα ενδιαφέρον ημι-ντοκιμαντέρ, το οποίο κινείται ουσιαστικά ανάμεσα σε δύο χρονικούς πόλους : την αρκετά λεπτομερή και ενδοσκοπική παρουσίαση του ένοπλου αγώνα κατά της δικτατορίας του Batista από το 1956 μέχρι το 1959, και την περίφημη ομιλία του Che στον Ο.Η.Ε., ως Υπουργός Βιομηχανίας της Κούβας πια, το 1964.
Ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη βιογραφική ταινία, χωρίς κάποια προσπάθεια εξιδανίκευσης -συχνό φαινόμενο σε άλλες ταινίες του είδους-, ο Soderbergh φτιάχνει ένα ρεαλιστικό πορτραίτο μιας από τις σπουδαιότερες και πιο αναγνωρίσιμες πολιτικές φυσιογνωμίες του 20ου αιώνα. Στο πρώτο αυτό μέρος της διλογίας του επιλέγει να ρίξει το βάρος κυρίως στον ένοπλο αγώνα του Αργεντίνου επαναστάτη στην οροσειρά της Sierra Maestra, διανθίζοντάς το με αυτούσια κομμάτια από γραπτά ή λόγους του. Όπως σχεδόν σε όλες τις ταινίες του, έτσι και εδώ υπογράφει ο ίδιος την εξαιρετική φωτογραφία (με το ψευδώνυμο Peter Andrews). Αναμένουμε το δεύτερο μέρος, με τον υπότιτλο Guerrilla, ώστε να έχουμε και μια πιο πλήρη εικόνα του τελευταίου έργου του Soderbergh.
A.T.