29/11/08

Two Lovers (James Gray, 2008)

Με το Two Lovers (στην Ελλάδα θα προβληθεί μάλλον τον Φεβρουάριο του 2009) ο Αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος James Gray « σπάει » δύο κανόνες της μέχρι τώρα φιλμογραφίας του : για πρώτη φορά ο δημιουργός των Little Odessa (1994), The Yards (2000) και We Own The Night (2007) κυκλοφορεί μια ταινία τόσο κοντά χρονικά στην προηγούμενή του, βγαίνοντας παράλληλα από το σύνηθες περιβάλλον -ρώσικη Μαφία και οργανωμένο έγκλημα στην Αμερική- του κινηματογραφικού του μικρόκοσμου.
Οφείλω να ομολογήσω ότι το trailer της ταινίας με είχε αρχικά αποθαρρύνει. Φανταζόμουν –λανθασμένα εν τέλλει- ότι ο Gray μετά από την σημαντική εμπορική και κριτική επιτυχία της τελευταίας του ταινίας, βιάστηκε να ολοκληρώσει και να κυκλοφορήσει μια ακόμη, κρατώντας τον αγαπημένο του ηθοποιό (Joachin Phoenix), βάζοντας απέναντί του μια πολύ γνωστή παρτενέρ (Gwyneth Paltrow), χρησιμοποιώντας όμως το ίδιο πάντα περιβάλλον (γειτονιές των μεταναστών στη Νέα Υόρκη), αλλάζοντας ωστόσο την πολύ πετυχημένη συνταγή του από αστυνομική ταινία σε κάτι πιο συναισθηματικό.
Τελικά όμως ο Gray, ιδιαίτερα αγαπητός στη Γαλλία με ένα βραβείο για το Little Odessa στο Φεστιβάλ Αμερικανικού Κινηματογράφου της Deauville και τρείς διαδοχικές υποψηφιότητες στις Κάννες, αποδεικνύει ότι δικαίως θεωρείται από τους πιο σημαντικούς και ενδιαφέροντες σύγχρονους αμερικανούς σκηνοθέτες.

Η ιστορία του Two Lovers δεν πραγματεύεται κάτι το ιδιαίτερα πρωτότυπο. Βασισμένο, όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης δήλωσε, στη νουβέλα του Ντοστογιέφσκι Λευκές Νύχτες, το φιλμ αφηγείται την ιστορία ενός 30χρονου με διάγνωση μανιοκατάθλιψης, ο οποίος μετά από έναν δύσκολο χωρισμό και δύο απόπειρες αυτοκτονίας επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι, στην οικογενειακή επιχείρηση και στην επιθυμία των γονιών του να τον παντρέψουν με την κόρη ενός φιλικού ζευγαριού. Όλα αυτά όμως ανατρέπονται όταν γνωρίζει και ερωτεύεται την Michelle (Paltrow), η οποία μετακομίζει στο κτίριο, σε ένα διαμέρισμα το οποίο ενοικιάζει για αυτήν ο παντρεμένος φίλος της.
Τοποθετώντας στη βάση του έργου του δύο ερωτικά τρίγωνα τα οποία ουσιαστικά... τέμνονται, ο Gray σκηνοθετεί μια αρκετά « εξευρωπαϊσμένη » αμερικάνικη δραματική ταινία, απαλλαγμένη από τα συνηθισμένα προβλήματα τόσο των ευρωπαικών όσο και των αμερικάνικων ταινιών του είδους.
Δένοντας αριστοτεχνικά μια απλότητα στα όρια σχεδόν του νατουραλισμού με μια ρέουσα αφήγηση, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές ερμηνείες (ιδιαίτερα του Phoenix, για μια ακόμα φορά, αλλά και της αγνώριστης Isabella Rossellini) και μια αρκετά διαφορετική, μελαγχολική και συνάμα πολύ αληθινή, εικονογραφία της Νέας Υόρκης, το Two Lovers είναι χωρίς αμφιβολία η καλύτερη ταινία του Αμερικανού δημιουργού, και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες της χρονιάς.

A.T.

24/11/08

49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (3)

Three Blind Mice (Matthew Newton, 2008)


Δεν είχα σκοπό να πάω αρχικά, αρκετά με ταινίες με στρατιώτες που φεύγουν για το μέτωπο σκεφτόμουν, αλλά στην πορεία γνώρισα την πρωταγωνίστρια της ταινίας Gracie Otto, η οποία με έπεισε να μπω στην αίθουσα. Και τελικά δεν απογοητεύτηκα. Η ταινία διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μια νύχτας, όπου τρεις αξιωματικοί του ναυτικού, εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, περνούν ένα βράδυ στο Σίδνεϋ πριν σαλπάρουν για το Ιράκ. Ο ένας, ο ζωηρός της υπόθεσης, τον οποίο υποδύεται ο σκηνοθέτης, θέλει να καλέσει call-girls, να κάνει καμάκι και να περάσουν μια νύχτα γεμάτες συγκινήσεις. Ο δεύτερος φαίνεται πιο ώριμος και συγκροτημένος, θέλει να συναντήσει την αρραβωνιαστικιά του και τους γονείς της. Ο τρίτος είναι ο πιο ευαίσθητος, μαθαίνουμε από την αρχή ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του, και ότι σκέφτεται να λιποτακτήσει. Υπάρχει ένα μυστικό που ενώνει τους τρεις: ένα περιστατικό βασανισμού, όπου ο τελευταίος είναι το θύμα, και οι άλλοι δύο ο θύτης και ο καταδότης. Μέσα στη νύχτα και μέσα από διάφορες περιπέτειες, οι ρόλοι θα αντιστραφούν και τελικά τα πράγματα θα καταλήξουν διαφορετικά από ό,τι τα περιμέναμε. Πρόκειται για μια σφιχτή ταινία, με ακατάπαυστους διαλόγους και συνεχή κίνηση, με μια ασφυκτική ατμόσφαιρα που προέρχεται από την αποκλειστική χρήση κοντινών πλάνων. Το πολιτικό στοιχείο απουσιάζει, ο σκηνοθέτης θέλει, όπως δήλωσε διαμέσου της πρωταγωνίστριάς του, να εστιάσει στις προσωπικές ιστορίες, στο πώς βιώνει ο καθένας ξεχωριστά την εμπειρία της στρατιωτικής θητείας. Βέβαια, ο τρόπος που αντιμετωπίζει ο καθένας τον στρατό δεν είναι άσχετο με τα πολιτικά του πιστεύω, ούτε με τον ρόλο του στρατού στην κοινωνία, όπως με την άποψη ότι ο στρατός σε κάνει πιο δυνατό. Τέλοσπαντων. Το Three Blind Mice απέσπασε χθες το βραβείο σεναρίου, εμένα δεν με βρίσκει σύμφωνο, μου φάνηκε παραπάνω φλύαρη απ΄όσο χρειαζόταν, μια παύση, μια σιωπή θα έκανε το σενάριο ακόμα πιο αποτελεσματικό. Έτσι μετά από κάποια στιγμή γινόταν κουραστικό, δυσκολευόσουν να την παρακολουθήσεις. Πάντως πέρα από αυτό, ήταν μια ενδιαφέρουσα ταινία, και δεν μετάνιωσα για την επιλογή μου.


Not Sool
(Noh Young-seok, 2008)



Όπως γράφει και ο φίλος Γ. Καλ., χάρη στον οποίο πήγα να το δω, το Πρωινό Μεθύσι ήταν μια μικρή αποκάλυψη του φεστιβάλ: η πρώτη ταινία ενός άγνωστου νεαρού σκηνοθέτη από την Κορέα, με πολύ χαμηλό μπάτζετ, έρχεται να μας διδάξει πόσο απλός είναι ο κινηματογράφος αν υπάρχει ταλέντο και θέληση. Ο Noh Young-seok, ελλείψει χρημάτων, τα κάνει όλα μόνος του με μια ψηφιακή κάμερα: παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, οπερατέρ, ηχολήπτης, διευθυντής φωτογραφίας και μουσικός. Για τις συνθήκες με τις οποίες έγινε το γύρισμα λοιπόν, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό. Μια παρέα φίλων αποφασίζουν να πάνε μαζί εκδρομή, προκειμένου να βοηθήσουν τον πρωταγωνιστή να ξεχάσει την πρώην κοπέλα του. Φτάνοντας όμως στον προορισμό του, ο ήρωας θα ανακαλύψει ότι είναι μόνος. Οι μοναχικές διακοπές του επιφυλάσσουν πολλές δυσάρεστες περιπέτειες, κακοτυχίες, παρεξηγήσεις, και όλα αυτά με άφθονο αλκοόλ. Επιτέλους γελάσαμε σε μια ταινία, χάρη στο έξυπνο και υπόγειο χιούμορ της. Μας έφτιαξε το σαββατοκύριακο, όπως είπε στο σκηνοθέτη και ένας θεατής από τη Σκοτία. Εκείνος δήλωσε ότι ελπίζει τώρα να κάνει μια ακόμα καλύτερη ταινία για να μας ξαναεπισκεφτεί. Του το ευχόμαστε. (Με σοκάρουν τις περισσότερες φορές οι ερωτήσεις του κοινού, όπως: "πίνετε τόσο πολύ στην Κορέα;" ή "κοιμάστε όντως στο πάτωμα;", ιδίως όταν κάποιος παιδεύεται για να μεταφραστούν σε τρεις γλώσσες.)


Μικρό Έγκλημα (Χρίστος Γεωργίου, 2008)


Τα ελληνικά νησιά είχαν φέτος την τιμητική τους στην εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή. Νίσυρος, Αμοργός, Μακρόνησος, Σίφνος, Κέρκυρα, και το πιο αναπάντεχο απ' όλα Θηρασσιά. Αυτό το μικρό νησάκι απέναντι από την Σαντορίνη είναι ο τόπος όπου διαδραματίζεται αυτή η ευφάνταστη κωμωδία, με τον Άρη Σερβετάλη στο ρόλο του τοπικού μπάτσου που προσπαθεί να εξιχνιάσει το θάνατο ενός κατοίκου του νησιού. Χάρη στην έρευνά του θα ανακαλύψει διάφορα μικρά μυστικά που συνδέουν τους διάφορους χαρακτήρες και θα ερωτευτεί την κόρη του πεθαμένου. Το σενάριο του Χρίστου Γεωργίου εκμεταλλεύεται τις γνωστές εμμονές μιας ελληνικής κλειστής κοινωνίας της υπαίθρου, με το κουτσομπολιό, τις θεωρίες συνομωσίας, την ασύμβατη τουριστική εκμετάλλευση του ελληνικού τοπίου, το κόλλημα με την τηλεόραση, τη γελοιότητα του έργου της αστυνομίας στα νησιά. Ωστόσο, παρότι υπάρχουν αρκετές αστείες στιγμές, είναι και πάλι αυτό το χοντροκομμένο χιούμορ, που κάτι μου θυμίζει από σήριαλ, παράδειγμα η θεσσαλονικιά προφορά του μπάτσου, εύκολο χιούμορ ρε γαμώτο. Νομίζω ότι αν δεν υπέκυπτε στον πειρασμό του εύκολου θα ήταν πολύ καλύτερη ταινία. Βέβαια στο κοινό αρέσει αν κρίνουμε και από τη βαθμολογία που έχει πάρει. Και θα πάει καλά, το πιστεύω. Πάντως ο Σερβετάλης ξεχωρίζει για μια ακόμη φορά, γιατί ίσως δεν έχει αυτή την υπερβολή, όπως ξεχώριζε και στην τηλεόραση. Καλή και η Ράνια Οικονομίδου στον ρόλο της μάνας. Θα κρατήσω τη σκηνή που πέφτουν στη θάλασσα πίσω από το πλοίο, αχ μου θύμισε τη Σίκινο, οι συνήθειες στα μικρά νησιά δεν αλλάζουν.



Νυχτερινός επιβάτης - Οι Σφουγγαράδες (Μάνος Ζαχαρίας)


Το φετινό φεστιβάλ απέτισε φόρο τιμής σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες σκηνοθέτες, που έζησε και δημιούργησε στην Σοβιετική Ένωση. Οι περισσότερες ταινίες του έχουν ελληνική θεματολογία και διέπονται από την αγάπη του για την γενέτειρά του. Συμμετείχε στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο και οργάνωσε μαζί με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου το κινηματογραφικό συνεργείο του Δημοκρατικού Στρατού. Στη συνέχεια μετανάστευσε στην Τασκένδη, όπου φοίτησε στη σχολή σκηνοθεσίας. Από το 1956 έως το 1977 γύρισε συνολικά 12 ταινίες, στα στούντιο της Μοσφίλμ, για να επιστρέψει αργότερα στην Ελλάδα και να εργαστεί πρώτα στο Υπουργείο Πολιτισμού, ύστερα στο ΕΚΚ, και τελικά στην ΕΡΤ.
Η ταινία του Οι Σφουγγαράδες θεωρείται δικαίως ως μια από τις σημαντικότερες ελληνικές ταινίες. Γυρισμένη στην Κριμαία το 1960, αποτελεί μια ερωτική ιστορία, όπως μας προειδοποίησε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, που εκτυλίσσεται σε ένα νησί του Αιγαίου, υποθέτουμε την Κάλυμνο. Κλασική ιστορία αγάπης, ερωτευμένο ζευγάρι, ο άντρας είναι φτωχός, ο πατέρας της κοπέλας αντιτίθεται στο γάμο, τελικά πείθεται αν πάει ο Νικολός να δουλέψει ως σφουγγαράς, ο καπετάνιος όμως υποχρεώνει τους δύτες να μένουν παραπάνω απ' ό,τι αντέχουν στο βυθό, γίνεται το ατύχημα, ο Νικολός μένει παράλυτος. Επιστρέφοντας, επιμένει να παντρευτεί τη Λενιώ, παντρεύονται κρυφά, όμως δεν μπορεί να της προσφέρει τα απαραίτητα και αυτοκτονεί ξαναβουτώντας για σφουγγάρια. Το ενδιαφέρον λοιπόν της ταινίας δεν είναι τόσο η πλοκή, όσο όλα τα υπόλοιπα: η λαογραφική ματιά, το δυναμικό μοντάζ, ιδιαίτερα στις σκηνές στη θάλασσα, η θαυμάσια φωτογραφία που αναπαριστά μοναδικά το άγριο ελληνικό τοπίο (κατά τον κ. Ζαχαρίας είναι αποκλειστικό δημιούργημα του Αρμένη διευθυντή φωτογραφίας
Gavriil Egiazarov), η μουσική, με τις πρωτότυπες διασκευές ελληνικών κομματιών αλλά και τα πομπώδη κομμάτια της. Σύμφωνα με τον κ. Ζαχαρία, το μόνιμο θέμα που διέπει τις ταινίες του είναι αυτό της προσωπικής ευθύνης. Το ίδιο συμβαίνει λοιπόν και εδώ: ο Νικολός παίρνει επάνω του την ευθύνη για την δυστυχία της Λενιώς και αυτοκτονεί. Υπάρχει βέβαια και το θέμα της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, αλλά παραμένει δευτερεύον για την ιστορία αυτή. Σε ερώτηση κατά πόσο ενοχλήθηκε από τη λογοκρισία για τη συγκεκριμένη ταινία, ο σκηνοθέτης απάντησε "Καθόλου", βέβαια δεν άρεσε το τέλος με την αυτοκτονία, αλλά δικαιολογήθηκε χάρη στις "ελληνικές, τραγικές" ρίζες του. Εντυπωσιακό στατιστικό: Οι σφουγγαράδες είχαν κόψει 20 εκατομμύρια εισιτήρια στη Σοβιετική Ένωση, μόνο στην πρώτη προβολή, και προβάλλονται ώς και σήμερα στην τηλεόραση. Και θα συμφωνήσουμε με τον κ. Ζαχαρία, ότι η ταινία του κρατιέται ακόμα μια χαρά, 50 χρόνια μετά.
Το ίδιο και για την λίγο μεταγενέστερη ταινία του, Νυχτερινός Επιβάτης, ένα νυχτερινό road movie, σχόλιο για τη γαλλο-αλγερινη διένεξη. Ένας Γάλλος μεταφέρει για χάρη μιας φίλης του έναν Αλγερινό στα σύνορα με την Ελβετία, αγνοώντας όμως ότι μεταφέρει μαζί του το ταμείο του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου της Αλγερίας. Όταν το μαθαίνει εξοργίζεται, θεωρώντας ότι τα χρήματα αυτά θα χρησιμοποιηθούν για να σκοτώσουν συμπατριώτες του. Ο Αλγερινός, τον οποίον υποδύεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης, του λέει ότι πρέπει να διαλέξει ποιος έχει το δίκιο, με ποιανού την πλευρά θέλει να είναι, και αν δεν θέλει να είναι μαζί του, να τον παραδώσει στην αστυνομία. Η σκέψη στριφογυρίζει στο κεφάλι του, όμως τελικά θα αναλάβει την ευθύνη, θα αντιμετωπίσει τους κινδύνους και θα τον οδηγήσει ο ίδιος μέχρι τα σύνορα. Σαφώς πιο ευρωπαϊκό το ύφος αυτής της ταινίας, παίρνει θέση για ένα φλέγον ζήτημα της εποχής, αναδεικνύοντας εξάλλου τον ρατσισμό των Γάλλων, στην σκηνή της ταβέρνας.
Ιδιαίτερα συμπαθής μου φάνηκε ο κος. Ζαχαρίας, που απάντησε υπομονετικά σε όλες τις ερωτήσεις, ωστόσο θεωρώ απαράδεκτη την άρνηση μεταφραστών να μεταφράζουν στα αγγλικά έστω και αν υπάρχει στην αίθουσα μόνο ένας ξένος θεατής. Διεθνές δεν είναι το φεστιβάλ;
Εδώ και εδώ μπορεί να δει κανείς το ντοκυμαντέρ που γύρισε ο Μάνος Ζαχαρίας στο Γράμμο-Βίτσι με το συνεργείο του Δ.Σ., όχι βέβαια στην καλύτερη δυνατή ποιότητα.

Μ.Μ.

21/11/08

49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2)

Tony Manero (Pablo Larrain, 2008)


Αν και δεν είχα ακούσει τίποτα για την χιλιανή ταινία Tony Manero, με κέρδισε όταν διάβάσα την περίληψη της πλοκής: "Μεσούσης της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή, ο πενηντάχρονος Ραούλ Περάλτα επιθυμεί διακαώς να υποδυθεί τον Τόνι Μανέρο, ρόλο που ενσάρκωνε ο Τζον Τραβόλτα στο «Πυρετός το Σαββατόβραδο». Ο Ραούλ ηγείται μιας χορευτικής ομάδας που δίνει συστηματικά παραστάσεις σ’ ένα μπαρ. Κάθε Σάββατο απόγευμα, εκφράζει το πάθος του για τη μουσική της ταινίας μιμούμενος το είδωλό του. Το όνειρό του να αναγνωριστεί ως αστέρι της σόουμπιζ φτάνει πολύ κοντά στην πραγματοποίησή του όταν η κρατική τηλεόραση ανακοινώνει ένα διαγωνισμό για την ανάδειξη του καλύτερου Τόνι Μανέρο. Η επιθυμία του Ραούλ να μοιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο στο είδωλό του, τον οδηγεί σε μια σειρά εγκλημάτων και ληστειών. Εντωμεταξύ, οι συνάδελφοί του που έχουν εμπλακεί σε αντικαθεστωτική δράση, καταδιώκονται απ’την μυστική αστυνομία." Τελικά δεν είδα ακριβώς αυτό που περίμενα. Περίμενα μάλλον μια κωμική, ξεκαρδιστική ταινία, έτσι για να περάσει ευχάριστα το απόγευμα. Όμως η ταινία του Pablo Larrain αποδείχθηκε πιο σκοτεινή από τα αναμενόμενα. Το χιούμορ ήταν μαύρο, η πορεία του πρωταγωνιστή προς τη δόξα ήταν σημαδεμένη από αίμα, βία, δειλία, κυνισμό, διαστροφή, μεγαλομανία. Και πάνω απ΄όλα αδιαφορία για τα τεκταινόμενα γύρω του, για τα εγκλήματα της δικτατορίας του Πινοτσέτ και τον αντικαθεστωτικό αγώνα. Ίσως η μαύρη αυτή κωμωδία να είναι τελικά ένα σχόλιο για τις συμπεριφορές που οδήγησαν μια ολόκληρη χώρα στο σκοτάδι της δικτατορίας. Και ο ήρωας είναι το κατάπτυστο δείγμα του υποδουλωμένου ανθρώπου. Μπορεί σε ορισμένες στιγμές η ταινία να γίνεται σχετικώς ανυπόφορη, αλλά το σίγουρο είναι ότι επιτυγχάνει στη δημιουργία της ζοφερής ατμόσφαιράς της. Κουβεντιάζοντας με τον Gerardo Naranjo, μεξικανό σκηνοθέτη του Voy a explotar, που εκμυστηρεύτηκε ότι η χιλιανή ταινία ήταν ό,τι καλύτερο είδε στο φεστιβάλ. Απόρησα, και θέλησα να μάθω το λόγο, και ένα του επιφώνημα αρκούσε για να με πείσει: ουφφφφφφ! Όσο για τον σπουδαίο πρωταγωνιστή, έχω την αίσθηση πως μοιάζει περισσότερο με τον χιλιανό Πατσίνο, παρά με τον Τραβόλτα.

Lake Tahoe
(Fernando Eimbcke, 2008)


Είχα προσπαθήσει ήδη να το δω στο Βερολίνο αλλά δεν τα είχα καταφέρει, και τελικά τα κατάφερα στη Θεσσαλονίκη, και μπορώ να πω ότι ήταν από τις αγαπημένες μου. Στο Βερολίνο είχε κερδίσει το βραβείο FIPRESCI και το βραβείο Alfred Bauer, ενώ στο παρελθόν είχε παρουσιαστεί και η προηγούμενη ταινία του στη Θεσσαλονίκη, το Κυνήγι της πάπιας κερδίζοντας το κοινό, αλλά και το βραβείο σκηνοθεσίας. Η δεύτερη ταινία του Eimbcke ξεχωρίζει για την απλότητα και την αμεσότητά της, το αφαιρετικό χιούμορ της και τον ανθρωπισμό της. Βασικό της θέμα είναι απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, συγκεκριμένα του πατέρα του εφήβου πρωταγωνιστή, η οποία όμως αποκαλύπτεται σταδιακά, μέσα από μια σειρά τυχαίων γεγονότων και συναντήσεων. Αφετηρία της ταινίας είναι το τρακάρισμα του Juan με το αυτοκίνητο, που τον οδηγεί στην αναζήτηση κάποιου μηχανικού για την επιδιόρθωση. Κάπως έτσι θα γνωριστεί με έναν γέρο μηχανικό και το σκύλο του, με έναν απίθανο νεαρό οπαδό του Bruce Lee, μια συνομίληκη μουσικόφιλο στην οποία θα βρει παρηγοριά. Ο μεξικανός σκηνοθέτης χρησιμοποεί κυρίως το οπτικό χιούμορ, θυμίζοντας βωβό κινηματογράφο ή κωμωδίες του Jacques Tati. Κυριαρχεί στην τεχνική του η συνεχης χρήση του fade-to-black, που άλλοτε λειτουργεί ως χρονική διαδοχή, άλλοτε ως ακουστικό χιούμορ (όπως είπε ο ίδιος τον επηρέασε μια φράση του Bresson, περί της φαντασιακής δύναμης του ματιού), άλλοτε ως οικονομία όταν τα μέσα του δεν του επιτρέπουν να αναπαραστήσει κάτι στην οθόνη (πχ. το ατύχημα). Αναπτύσσει γοητευτικούς χαρακτήρες, εφήβους ή παιδιά. Ο μόνος ενήλικας άλλωστε, όπως λέει και ο σκηνοθέτης, ο γέρος μηχανικός είναι και αυτός εξίσου παιδί. Θεωρεί ότι στα παιδιά υπάρχει μια αγνότητα που στους ενήλικες ηθοποιούς έχει χαθεί και γι' αυτό του αρέσει και να δουλεύει με ανήλικες. Τελικά η προσπάθεια αντιμετώπισης της απώλειας οδηγεί στην ανθρώπινη επαφή, στην τρυφερότητα ως παρηγοριά. Κατά την βράβευσή του στο Βερολίνο, η Λίμνη Τάχο είχε διακριθεί ως ταινία που ανοίγει νέες προοπτικές στον κινηματογράφο. Αυτή η δυσεύρετη αρετή της είναι η αδιαμεσολάβητη απλότητα.


Mandabi
(Ousmane Sembene, 1968)


Ο περσινός χαμός του Ousmane Sembene στέρησε την αφρικάνικη ήπειρο από έναν από τους μεγαλύτερους κινηματογραφιστές της. Το φετινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης επέλεξε να τον τιμήσει, προβάλλοντας το σύνολο του έργου του. Ο Sembene, γεννημένος στην Σενεγάλη, πολέμησε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Γάλλων. Μετά τον πόλεμο, ήρθε να εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου δούλεψε στο εργοστάσιο της Citroen, και αργότερα στο λιμάνι της Μασσαλίας, και έγινε μέλος της CGT και του ΚΚΓ. Η πρώτη του ενασχόληση με την τέχνη έρχεται μέσα από τη λογοτεχνία και ήδη από τα πρώτα του έργα κερδίζει το ενδιαφέρον της κριτικής. Αφού όμως επιστρέφει στην πατρίδα του, ύστερα από μια μακρόχρονη παραμονή στην Ευρώπη, συνειδητοποιεί ότι τα μυθιστορήματά του δεν μπορεί να τα διαβάσει παρά μόνο η ελίτ της Σενεγάλης. Αποφασίζει λοιπόν να στραφεί στον κινηματογράφο, που μπορεί να γίνει κατανοητός από πολύ πλατύτερο κοινό. H πρώτη του ταινία, προερχόμενη από ένα διήγημά του, La Noire de..., είναι ουσιαστικά η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που γυρίζεται στην υποσαχάρια Αφρική, εν έτει 1966, και θα αποσπάσει μάλιστα το βραβείο Jean Vigo. Θα στρέψει επίσης το ενδιαφέρον του υπόλοιπου κόσμου προς την κινηματογραφική δημιουργία στην Αφρική. Στη διάρκεια της ζωής του, ο Sembene θα συνεχίσει να κερδίζει βραβεία και να προκαλεί την κοινή γνώμη, όπως με το Ceddo, όπου προκαλεί το μένος των μουσουλμάνων, ή πιο πρόσφατα με το Moolade, ενάντια στην κλειτοριδεκτομή. Το έργο του διέπεται πάντα από κοινωνικοπολιτικές αναφορές και στόχος του είναι να ευαισθητοποιήσει τους συμπατριώτες του προκειμένου να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο και το συμπέρασμα της ταινίας που είδα εδώ στη Θεσσαλονίκη, του Mandabi (Το έμβασμα), προερχόμενης από το ομώνυμο διήγημά του, το οποίο μάλιστα είχε τύχει να διαβάσω κάποια στιγμή στη Γαλλία. Αντίθετα με το διήγημα, όπου η ιστορία περιγράφεται πολύ λιτά και περιληπτικά, στην ταινία εμβαθύνει στην κατάσταση που επικρατεί στην χώρα του τόσο πολιτικά, όσο και στις καθημερινές συνήθειες των συμπατριωτών του. Αφορμή για την πλοκή αποτελεί ένα έμβασμα που φτάνει από το Παρίσι, από τον ανιψιό του πρωταγωνιστή. Επειδή δεν έχει αστυνομική ταυτότητα, προκειμένου να πάρει στα χέρια του τα χρήματα, ο Ιμπραίμ Ντιενγκ θα μπει σε έναν κυκεώνα γραφειοκρατίας και διαφθοράς, καταχρεώνοντας την οικογένειά του, ερχόμενος σε ρήξη με τους λαίμαργους φίλους του που θέλουν να αρπάξουν ένα κομμάτι. Τελικά όχι μόνο δεν παίρνει τα λεφτά, αλλά πέφτει θύμα εκμετάλλευσης από έναν επιχειρηματία, που θέλει να του πάρει το σπίτι.
Στην πορεία της περιπέτειας του ήρωα, ο Sembene κατορθώνει να παρουσιάσει γλαφυρά και με χιούμορ την παρακμή της κοινωνίας της Σενεγάλης. Δείχνει τις συνέπειες της έλλειψης μόρφωσης, όπου ο ήρωας μπορεί να πέσει θύμα του οποιουδήποτε μορφωμένου, της διαφθοράς, της γραφειοκρατίας, της προσκόλλησης στο χρήμα και στα υλικά αγαθά, της φτώχειας πάνω από όλα. Η καταστροφική λειτουργία του εμβάσματος φυσικά έχει και συμβολικό νόημα: η Αφρική δεν μπορεί να περιμένει τη σωτηρία της από τα χρήματα που έρχονται από την Ευρώπη. Γι' αυτό και βάζει και έναν από τους χαρακτήρες του να λέει στο τέλος της ταινίας: "το μέλλον της Σενεγάλης ανήκει σε μένα και σε σένα, μόνο εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα." Αυτό ήταν άλλωστε και το προσωπικό όραμα του Sembene, το οποίο προσπάθησε να πραγματώσει μέσα από το έργο του.
Μ.Μ.

19/11/08

49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (1)


A nossa única riqueza é ver
- Fernando Pessoa

Επειδή οι ρυθμοί ζωής (νυχτερινής κυρίως) στη Θεσσαλονίκη με έχουν παρασύρει, ίσως ήρθε η ώρα να κάνω μια παύση για να σας μεταφέρω λίγο το κλίμα και την ώς τώρα εμπειρία μου. Όλα ξεκίνησαν με το πάρτυ του Σαββάτου (άλλως γνωστό και ως Μπαλ Μαρκέ) που με άφησε λίγο πίσω από πλευράς προβολών. Ξεκίνησα με ρουμάνικο κινηματογράφο, για τον οποίον ως γνωστόν το μπλογκ τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση, και πιο συγκεκριμένα το Boogie του Radu Muntean. Στο γνωστό στιλ των ταινιών που έχουμε δει ως τώρα από τη Ρουμανία, δηλαδή με χαμηλό μπάτζετ αλλά με άρτιο αποτέλεσμα, με ένα ζεύγος πολύ καλών ηθοποιών που γνωρίσαμε ήδη σε προηγούμενες ρουμάνικες παραγωγές (την πρωταγωνίστριά του την είχαμε θαυμάσει στο 4 μήνες...), με ένα σενάριο απλό, πραγματικό, ίσως όχι όμως με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο άλλων ταινιών. Ο Muntean περιγράφει το 24ωρο ενός νιόπαντρου ζευγαριού που βρίσκεται σε διακοπές με το μικρό παιδί τους. Στο θέρετρο όπου βρίσκονται θα συναντήσουν δύο φίλους του άντρα που έχει χάσει εδώ από τότε που παντρεύτηκε. Εκείνοι θα τον καλέσουν για μια βραδιά κρεπάλης, για να θυμηθούνε τα παλιά, η οποία όμως θα προκαλέσει αρκετές τριβές στο ζεύγος και θα τους κάνει να αναθεωρήσουν τη σχέση τους. Φυσικά δεν είναι πρωτότυπο, αλλά πραγματεύεται αληθινά προβλήματα στις ανθρώπινες σχέσεις, και ιδιαιτέρως στην γενιά των thirty something, που ήταν άλλωστε και πιθανός τίτλος της ταινίας. Ο ρουμάνος σκηνοθέτης βέβαια αντιμετωπίζει το θέμα από τη σκοπιά του άνδρα, θα μπορούσε να πει κανείς με μισογυνικό τρόπο, αφού η γυναίκα του είναι μόνο πηγή καταπίεσης και γκρίνιας. Το αποτέλεσμα πάντως δείχνει ότι μια τέτοια βραδιά κρεπάλης και υστερίας μπορεί μάλλον να λειτουργήσει ανανεωτικά για μια σχέση.



Οι επόμενες απόπειρες ήταν ελληνικές, ξεκινώντας από Τη Νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Μετά την ταινία του για τον Σεφέρη, ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος αφιερώνει μια ακόμα ταινία σε δύο από τους μεγαλύτερους ποιητές του προηγούμενου αιώνα. Ακροβατώντας μεταξύ ντοκυμαντέρ και μυθοπλασίας, κατορθώνει να χτίσει μια υπέροχη σύνθεση, συνδυάζοντας αρχειακό υλικό, την πορεία της έρευνας, επίκαιρα, φωτογραφίες, έγγραφα, την πρωτότυπη μουσική του Νίκου Κηπουργού, και φυσικά τα ποιήματα και τα γραπτά των δύο δημιουργών. Αντί όμως να εκκινήσει από τις πραγματικές ποιητικές ομοιότητες μεταξύ Πεσσόα και Καβάφη, η ιστορία του Χαραλαμπόπουλου βρίσκει την αφετηρία της σε ένα μυστηριώδες πρόσωπο, τον Βασίλη Καπόπουλο, που φαίνεται να βρίσκεται στα χειρόγραφα και των δύο ποιητών. Μέσα από την πορεία της έρευνας και του ντοκυμαντέρ, σιγά σιγά θα αρχίσουμε να παρακολουθούμε την αναπαράσταση της συνάντησης των δύο ποιητών στο υπερωκεάνιο Σατούρνια με κατεύθυνση την Νέα Υόρκη, με ενδιάμεσο τον Βασίλη Καπόπουλο, ο οποίος φαίνεται να αφηγείται στα γραπτά του τη συνάντηση. Η ιστορική έρευνα εμπλέκεται με την φαντασία και τη μυθοπλασία, χωρίς να μπορούμε να πούμε τι πραγματικά έγινε και τι όχι. Ουσιαστικά ο σκηνοθέτης αντλεί την έμπνευσή για την αφήγησή του από την ιδιαιτερότητα του έργου των δύο ποιητών, που χαρακτηρίζεται από μια ανάλογη μίξη πραγματικότητας και φαντασίας, ιστορίας και μυθοπλασίας, προσωπικότητας και περσόνας. Τόσο ο Πεσσόα με τους ετερώνυμούς του, όσο και ο Καβάφης με τις ιστορικές προσωπικότητες, εφευρίσκουν και υποδύονται ρόλους. Εκεί πατάει και ο Χαραλαμπόπουλος για να χτίσει το ψευδοντοκυμαντέρ του, χωρίς καμία υποτιμητική έννοια, αλλά ως ξεχωριστό κινηματογραφικό είδος, στο οποίο άλλωστε διέπρεψε ο Woody Allen με το Zelig. Μας αφήνει μετέωρους, να αναρωτιόμαστε αν υπήρξε ποτέ συνάντηση, αν υπήρξε ποτέ Καπόπουλος. Το αποτέλεσμα, αν και κάπως βαρύ μερικές φορές, μας αφήνει απολύτως γεμάτους και ικανοποιημένους, και αν το μπορούσαν οι ίδιοι οι ποιητές νομίζω ότι θα μειδιούσαν επίσης ικανοποιημένοι.


Ακολούθησε ένας νέος θεσμός του φεστιβάλ, η generation next του ελληνικού σινεμά. Παρακολουθήσαμε μικρού μήκους ταινίες από ελπιδοφόρους νέους σκηνοθέτες που γυρίζουν τώρα τις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες τους. Πολύ σύντομη η παρουσίαση των νέων δημιουργών, χωρίς μάλιστα μετάφραση στα αγγλικά. Αν ξεχώρισαν κάποιες ταινίες, κρίνοντας από την αντίδραση του κοινού, μάλλον ήταν οι Νάρκες του Χρήστου Νικολέρη και τα Σαλιγγάρια της Λούλους του Παναγιώτη Φαφούτη, ίσως γιατί είχαν πιο έντονο το κοινωνικό μήνυμα. Μια παρατήρηση, ίσως τυχαία, ότι ανάμεσα στις 6 ταινίες μυθοπλασίας κυριαρχούσαν δύο θέματα, η μετανάστευση και η παιδική ηλικία. Και δεν εξαιρούνται οι ταινίες στις οποίες αναφέρομαι, που συνδυάζουν και τα δύο θέματα, η πρώτη αντιμιλιταριστική, η δεύτερη αντιξενοφοβική.
Το βράδυ της Τρίτης, στην Αποθήκη Γ του Φεστιβάλ, έπαιξε live ο Emir Kusturica με τους No Smoking Band του. Μπαίνοντας δυναμικά, καλησπερίζοντας τη Μακεδονία με τον σοβιετικό ύμνο και καλώντας τον κόσμο να τα σπάσει όλα, μας απέδειξαν πόσο καλοί πανηγυρτζήδες είναι, τόσο που θα ήθελε κανείς να τους έχει στο γάμο του. Με το χαρακτηριστικό βαλκανικό τσιγγανοπάνκ τους, ξεσήκωσαν τους θεατές που είχαν γεμίσει το χώρο, και δεν χόρταιναν τα stage diving. Κάποια στιγμή μάλιστα ο Kusturica ανέβασε στη σκηνή και τον φίλο του Oliver Stone, χαρίζοντας ένα ιδιαίτερο ενσταντανέ στις κάμερες.


Το πρωί της Τετάρτης ήταν η μέρα του μεγάλου φεστιβαλικού γεγονότος, το masteclass και η συνέντευξη τύπου του μεγάλου Ιάπωνα σκηνοθέτη Takeshi Kitano. Μας είπε πως προτίμησε την Ελλάδα για να παρουσιάσει την ταινία του, γιατί λατρεύει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, και πιο συγκεκριμένα για τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία τους. Εξ ου άλλωστε και η έμπνευσή του για τον τίτλο της νέας του ταινίας, Ο Αχιλλέας και η Χελώνα. Ο ίδιος λέει πως το διάσημο παράδοξο του Ζήνωνα ανταποκρίνεται στη θεώρησή του για τη ζωή και την τέχνη, αφού έχει πλέον καταλάβει τη ματαιότητα της επιδίωξης της επιτυχίας. Αρκείται πια στο να κερδίζει τα απαραίτητα για να ζει και έχει απαλλαγεί από το άγχος της κριτικής δικαίωσης. Στην τριλογία που ολοκληρώνεται με την νέα ταινία του, επιλέγει να αφήσει πίσω το κλασικό του στιλ που τον καθιέρωσε και να κάνει ό,τι πραγματικά τον ευχαριστεί, χωρίς να ενδιαφέρεται για το εμπορικό αντίκρυσμα. Ευτυχεί φυσικά να έχει τη στήριξη του παραγωγού του. Αφήνει πίσω του το σήμα κατατεθέν του, το σταθερό κάδρο με την δράση να διαδραματίζεται άλλοτε μέσα και άλλοτε έξω από αυτό, επειδή λέει ότι το βαρέθηκε, αλλά και γιατί το κρίνει απαραίτητο για την αποτύπωση της σκοτεινής όψης της τέχνης, την νοσηρή της πλευρά. Είναι σεμνός, με το ιδιαίτερο χιούμορ του, δεν κοιτάει καθόλου τους συνομιλητές του. Όταν τον ρωτούν για την εμπειρία του στη διδασκαλία της κινηματογραφικής τέχνης, λέει πως δεν θεωρεί τον εαυτό του δάσκαλο, ούτε τον κινηματογράφο τέχνη που διδάσκεται, γι΄αυτό και υποστηρίζει ότι μαθαίνει απλώς τους μαθητές του να τρώνε και να πίνουν καλά. Όσο για τη ζωγραφική του, λέει ότι αποφάσισε να κάνει αυτήν την ταινία γιατί οι πίνακές του συσσωρεύονταν στο γραφείο του και δεν ήξερε να τους κάνει. Πάντως δηλώνει κακός ζωγράφος, γι΄αυτό και επιλέγει την φιγούρα του αποτυχημένου καλλιτέχνη για την ταινία του. Όσο γοητευτικός πάντως και αν ήταν ο Kitano, η παρουσία του στη Θεσσαλονίκη δεν μας έφτασε. To masteclass του, το οποίο προβλεπόταν να διαρκέσει δύο ώρες, τελικά κράτησε μία, την εξής μισή, αφού η μετάφραση από τα γιαπωνέζικα στα αγγλικά και τούμπαλιν παίρνει πολύ χρόνο. Στερήθηκαν έτσι οι ίδιοι οι θεατές από το να θέσουν ερωτήματα, κάτι που σίγουρα θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, και θα δικαιολογούσε και την έννοια του masterclass. Όσο για την συνέντευξη τύπου μάθαμε ακόμα λιγότερα, αφού επαναλαμβάνονταν οι ίδιες ερωτήσεις του masterclass και όλα αυτά μπροστά σε δέκα ανθρώπους που άκουγαν και την υπόλοιπη αίθουσα γεμάτη βαβούρα, με τα μικρόφωνα να μη δουλεύουν, οργανωτικά δηλαδή με μια ντροπιαστική εικόνα που δεν φανερώνει επαρκή σεβασμό σε έναν τόσο μεγάλο δημιουργό, ούτε δικαιώνει τη γνώμη του για τον πολιτισμό μας.
Μ.Μ.
Changeling (Clint Eastwood, 2008)

Τα τελευταία χρόνια ο αμερικανικός κινηματογράφος έχει ασχοληθεί αρκετές φορές με μια « απαγορευμένη » -σε γενικές γραμμές- για αυτόν θεματική, ακολουθώντας μάλιστα συχνά έναν αρκετά ρεαλιστικό τρόπο προσέγγισης.
Την περασμένη χρονιά ο Ben Affleck σκηνοθετώντας τον αδερφό του, Casey, στο Gone Baby Gone, μελετά την υπόθεση της απαγωγής ενός 4χρονου κοριτσιού και τις επιπτώσεις που επιφέρει σε όλους τους εμπλεκόμενους, δίνοντάς μας παράλληλα ένα ενδιαφέρον πορτραίτο μιας άγνωστης και σκοτεινής πλευράς της πόλης της Βοστόνης, και αποδεικνύοντας εν τέλλει ότι ίσως είναι προτιμότερο να παραμένει πίσω από την κάμερα.
Το ενδιαφέρον αλλά δυστυχώς άνισο An American Crime (2007) του Tommy O’Haver, βασίζεται σε ένα αληθινό και εξαιρετικά σκληρό περιστατικό κακοποίησης ανηλίκου, ενώ παράλληλα μας δίνει και την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε το ερμηνευτικό ταλέντο της Elen Page του Juno (2007). Ο κατάλογος ανάλογων ταινιών κατά την τελευταία 5ετία είναι αρκετά μακρύς (Mystic River, The Woodsman, Black Snake Moan, Trade κ.α.).

Πέντε χρόνια μετά από το Mystic River (ελλ. τίτλος : Σκοτεινό Ποτάμι), ο 78χρονος πλέον Clint Eastwood επιστρέφει στη σκληρή θεματική της παιδικής κακοποίησης και της απαγωγής ανηλίκων με το Changeling (στην Ελλάδα βγαίνει στις αίθουσες στις 4/12, με τον τίτλο Η Ανταλλαγή). Επειδή η ταινία έχει έντονο το στοιχείο του θρίλερ και του σασπένς θα προσπαθήσουμε να μην αποκαλύψουμε περισσότερα γύρω την υπόθεση.
Βασισμένο σε ένα αρκετά πιο διαστροφικό αληθινό περιστατικό, το νέο φιλμ του « παλιομοδίτη » σκηνοθέτη Eastwood μας μεταφέρει στο Λος Άντζελες των αρχών της δεκαετίας του 30. Χάρη σε ένα σφιχτοδεμένο και πολύ κοντά στα πραγματικά γεγονότα σενάριο, ο Eastwood αποδίδει άψογα την ατμόσφαιρα και το κλίμα της εποχής και της αμερικάνικης μεγαλοπόλεως, κάνοντας ταυτόχρονα εύστοχες και καυστικές αναφορές γύρω από τη θέση της γυναίκας, τη διαφθορά του αστυνομικού και του δικαστικού σώματος, την επιρροή της εκκλησίας, τις άθλιες συνθήκες στα ιδρύματα ψυχικής υγείας.
Ωστόσο η πολυσυζητημένη επιλογή της Angelina Jolie μάλλον δεν του βγήκε σε καλό. Σε έναν ομολογουμένως πολύ δύσκολο και απαιτητικό ρόλο, η Jolie δεν καταφέρνει να είναι πειστική και κουράζει αρκετά, ιδιαίτερα στα μέσα της ταινίας. Το δυνατό όμως θέμα, η άρτια σκηνοθεσία, καθώς και οι πολύ καλές ερμηνείες του υπόλοιπου καστ (κυρίως των John Malkovich, John Kelly, Jeffrey Donovan και Jason Butler Harner), καθιστούν το Changeling άξιο συνεχιστή του Mystic River, και υπενθυμίζουν για μια ακόμα φορά τους λόγους για τους οποίους ο Clint Eastwood κατάφερε και έγινε από πρωταγωνιστής των σπαγγέτι γουέστερν και των Dirty Harry, σε έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου αμερικάνικου κινηματογράφου.

Α.Τ.

13/11/08

Έρωτας στα χρόνια του IKEA και Σαμουράι στην εποχή της Τηλεμάρκετινγκ


Χάρη στην αξιόλογη πρωτοβουλία του FNAC, που εξέδωσε για πρώτη φορά τις βραβευμένες μικρού μήκους ταινίες του Φεστιβάλ της Δράμας, είχαμε την ευκαιρία να δούμε σε DVD αυτές τις δημιουργίες. Τα συμπεράσματα ήταν εν μέρει θετικά, εν μέρει αρνητικά. Αφενός, εντυπωσιάστηκα από την ποιότητα ορισμένων από τις παραγωγές. Αφετέρου, απογοητεύτηκα από την ανισότητα κάποιων άλλων ταινιών, καθώς και από τις επιλογές για τα βραβεία. Θα αναφερθώ όμως κυρίως στις ταινίες που μου άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις, και αυτές είναι το Οδηγίες Χρήσεως του Κωνσταντίνου Γιαλλουρίδη, που απέσπασε το νεοσυσταθέν βραβείο "Νέου Ταλέντου Fnac", και το The Bear and the Rabbit του Σπύρου Ιακωβίδη, που κέρδισε το βραβείο αρτιότερης παραγωγής και το βραβείο μοντάζ. Ήταν και οι δύο ιδιαίτερα πρωτότυπες και θα άξιζαν ακόμα και τα πρώτα βραβεία. Ίσως όμως για να βραβευτεί μια ταινία στο Φεστιβάλ Δράμας πρέπει να έχει μια κοινωνική θεματική, που μάλλον απουσιάζει από αυτές τις παραγωγές. Γι' αυτό και βραβεύονται ταινίες όπως το Partners της Μαρκαριάν, που δεν λέω σε καμία περίπτωση πως ήταν κακό, αλλά έλειπε η φρεσκάδα και η πρωτότυπη ματιά των άλλων δύο ταινιών. Αντίστοιχα και η Οδομαχία του Χρήστου Κανάκη, που αν και άρτια τεχνικά και ενδιαφέρουσα ως σάτιρα, της λείπει το κάτι παραπάνω.
Δεν θεωρώ τυχαίο ότι και στις δύο ταινίες που μου άρεσαν, οι δημιουργοί προέρχονται από τον χώρο της διαφήμισης. Ίσως τελικά εκεί γίνεται η πιο σοβαρή κινηματογραφική δουλειά και ίσως να είναι το καλύτερο σχολείο. Ως προς την ταινία του Κύπριου Γιαλλουρίδη, ξεχωρίζει η εικαστική προσέγγιση της ιστορίας του. Φαίνεται πως έχει δώσει πρωταρχική σημασία στα κάδρα του και τα ντεκόρ του, τόσο που θα μπορούσαν να σταθούν σαν αυτόνομα έργα. Επίσης εξαιρετικά δουλεμένος είναι ο ήχος του, που μάλλιστα αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο, εφόσον δεν υπάρχουν διάλογοι. Θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι μοιάζει σαν μια μεγάλη διαφήμιση του ΙΚΕΑ, αλλά πέραν αυτού, είναι και μια από τις πιο πρωτότυπες ερωτικές ιστορίες που έχουμε δει, γι΄αυτό και θεωρώ πως αδικείται από τα βραβεία. Ως προς την ταινία του Σπύρου Ιακωβίδη, επίσης θεωρώ ότι αξίζουν συγχαρητήρια, κυρίως για το πρωτότυπο σενάριο, αλλά και για την κινηματογράφησή του, με ατμόσφαιρα απολύτως πειστική, τόσο στις σκηνές με τους γιακούζα όσο και στη διαφήμιση της συσκευής για χαρακίρι. Ανατρεπτικό χιούμορ, φρέσκια ματιά, και επιτέλους κάτι διαφορετικό. Και τελικά νομίζω ότι θα έπρεπε να επιβραβεύονται αυτά τα στοιχεία, παρά μια κοινωνική ευαισθησία που αναμασά φόρμες και ιστοριές που έχουμε ξαναδεί.
(Αν όλα πάνε καλά τις επόμενες μέρες θα έχετε ενημέρωση από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)
M.M.

4/11/08

Μια σινεφίλ βόλτα στα παρισινά μουσεία


Για έναν σινεφίλ στο Παρίσι, οι επιλογές είναι πολλές, αυτό είναι γνωστό. Εκτός όμως από τις προβολές αμέτρητων ταινιών, υπάρχουν και οι εκθέσεις. Αυτόν τον χειμώνα τα κινηματογραφικά γεγονότα στα παρισινά μουσεία είναι δύο, διόλου ευκαταφρόνητα. Αφενός, η φετινή έκθεση της Cinémathèque είναι αφιερωμένη στον Dennis Hopper και τη σχέση του με το New Hollywood, συνοδευόμενη από μια εξαντλητική ρετροσπεκτίβα του έργου του και μια σειρά διαλέξεων. Αφετέρου, το Petit Palais, λίγο μακρύτερα από την πολυκοσμία της έκθεσης του Picasso, εκθέτει ζωγραφικά έργα του Ακίρα Κουροσάβα, συνδυάζοντάς τα με μια έκθεση για την τέχνη του ζεν.
Η νέα Cinémathèque έχει κατορθώσει στα λίγα χρόνια λειτουργίας της να στήσει ενδιαφέρουσες εκθέσεις, παρά το μικρό μέγεθος του εκθεσιακού της χώρου, επιτυγχάνοντας κάθε φορά μια πιστή ανάπλαση του σύμπαντος του κάθε καλλιτέχνη, τόσο με τον Almodovar όσο και με τον Méliès. Και αν για τους δύο προηγούμενους το εγχείρημα φαντάζει εύκολο, είτε γιατι πρόκειται για δημιουργούς που αποτελούν σημεία αναφοράς, είτε γιατί το έργο τους είναι ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης, η περίπτωση του Hopper ίσως ήταν δυσκολότερη, ακριβώς γιατί δεν θα μείνει στην ιστορία για το προσωπικό του έργο, εκτός βέβαια του Easy Rider, αλλά κυρίως για τον μύθο του, για την προσωπικότητά του. Και ασφαλώς δεν είναι εύκολο να αναπαραστήσεις έναν μύθο μέσα από μια έκθεση. Ωστόσο το αποτέλεσμα δικαιώνει τους εμπνευστές του, δίνοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα του μύθου Dennis Hopper και του έργου του. Ως ηθοποιού, ως σκηνοθέτη, ως φωτογράφου, ως ζωγράφου, ως γκουρού. Πρωτοεμφανιζόμενος ουσιαστικά στα μέσα της δεκαετίας του '50, στον Επαναστάτη χωίς αιτία, θα συνεργαστεί με μερικούς από τους σημαντικότερους δημιουργούς του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα: από Nicholas Ray, George Stevens, Hathaway, Corman, μέχρι Wenders, Coppola, Lynch, Peckinpah, Schnabel, Ferrara. Παράλληλα δημιουργεί και τις δικές του ταινίες, χωρίς βέβαια να μπορεί καμία να πλησιάσει στο ύψος του Easy Rider, ταινία-σταθμός για μια ολόκληρη γενιά. Παράλληλα επίσης δοκιμάζει ό,τι ουσία υπάρχει, σοκάρει τον κόσμο του Χόλλυγουντ, χάνοντας κατά καιρούς την επαφή με την πραγματικότητα, όπως τότε που αποσύρεται κάπου στην έρημο της Καλιφόρνια, αφιερώνοντας χρόνο και έργο στους ιθαγενείς Ινδιάνους. Έχει πάντα μαζί του την φωτογραφική του μηχανή, αποτυπώνοντας στιγμές-ντοκουμέντα με τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Αμερικής. Όπως αναφέρεται κάπου στην πορεία της έκθεσης, o Hopper προσπαθούσε να αποκαλύψει με τις φωτογραφίες του κατά πόσο οι καλλιτεχνικές προσωπικότητες της εποχής του ήταν μύθος και κατά πόσο πραγματικότητα. Η ίδια η έκθεση πάντως μας αποκαλύπτει τον μύθο Hopper. Γιατί η πραγματικότητα είναι λιγότερο γοητευτική. Στο αρχικό βίντεο όπου ο Hopper ανακαλεί τα γεγονότα που έζησε, δεν αναφέρει πουθενά ότι υπήρξε ψηφοφόρος του Ρήγκαν και του Μπους...


Η έκθεση του Petit Palais μας παρουσιάζει μια λιγότερο γνωστή πλευρά του Ακίρα Κουροσάβα. Ο μεγάλος Ιάπωνας δημιουργός, πριν περάσει στον κινηματογράφο, σπούδασε πρώτα ζωγράφος. Και η ζωγραφική παίζει σημαντικό ρόλο στο κινηματογραφικό έργο του, όπως άλλωστε και στους συμπατριώτες του Μιζογκούτσι, Τεσιγκαχάρα και Κιτάνο, που υπήρξαν επίσης ζωγράφοι. Η επιρροή τους από τη ζωγραφική θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα διδακτορικής διατριβής, αλλά για να μην φτάσουμε ώς εκεί, τουλάχιστον στα συχνά σχήματα που χρησιμοποιεί ο Κουροσάβα στις συνθέσεις του, στις γραμμές του, στα τοπία του, στις μάχες, μπορεί κανείς να εντοπίσει τις ζωγραφικές ρίζες του. Πόσο μάλλον στις έγχρωμες ταινίες του, όπου φαίνεται πόσο έχει δουλευτεί το χρώμα, στα σκηνικά και τα ενδύματα. Εξάλλου, τα έργα που εκτίθενται στο Παρίσι αφορούν το όψιμο έργο του, κατά βάση έγχρωμο. Καγκεμούσα, Ραν, Όνειρα, Μανταντάγιο είναι οι τέσσερις ταινίες που αποτελούν τον κορμό της έκθεσης. Οι πίνακες μπορεί να αναπαριστούν σκηνές από τις ταινίες, εν είδει στόριμπορντ, ή απλώς τοπία, ή ενδυματολογικά σκίτσα. Οι επιρροές του μπορούν να αναζητηθούν τόσο στην ιαπωνική παράδοση, όσο και στην ευρωπαϊκή ζωγραφική, Σεζάν, Βαν Γκόγκ, Σαγκάλ. Παρότι μάλιστα πρόκειται για μια ζωγραφική έκθεση άρρηκτα συνδεδεμένη με το κινηματογραφικό έργο του Κουροσάβα, μπορεί να ιδωθεί και να αξιολογηθεί αυτοτελώς. Έτσι δεν την προτείνω μόνο στους σινεφίλ, αλλά και στους φίλους της ζωγραφικής.
M.M.