30/6/08

Working-class Hollywood

Παρότι το κινηματογραφικό είδος «Social problem film» (δεν θα αποπειραθώ και εγώ να το μεταφράσω, το «κοινωνικό δράμα» μάλλον είναι η σωστή μετάφραση) έχει ζήσει περιόδους δόξας στην Αμερική (όπως εξάλλου μας διαφώτισε και ο ΑΤ με αφορμή το I am a fugitive from a Chain Gang), κυρίως τη δεκαετία του ’30, αλλά και στην αναβίωσή του τη δεκαετία του ’70. Ωστόσο, ανάμεσα στις ταινίες του είδους, λίγες είναι εκείνες που καταγράφουν την ιστορία των εργατικών αγώνων και κινημάτων. Το Χόλυγουντ, ακόμα και στις προοδευτικές στιγμές του, φρόντιζε πάντα να καταπνίξει τις σοσιαλιστικές αποκλίσεις του, με αποκορύφωμα βεβαίως την εποχή του μακαρθισμού. Ακόμα και όταν αναφερόταν σε απεργίες ή κινήματα, συνήθως τα συνδικάτα και οι μάζες αποτυπώνονταν με αρνητικό τρόπο, τα μεν συνήθως διεφθαρμένα ή πουλημένα, οι δε άβουλες και χειραγωγημένες, αντίθετα με τα άτομα-εξαιρέσεις που σήκωναν το βάρος της κοινωνικής συμφιλίωσης και ηρωοποιούνταν.

Ίσως η πιο θρυλική ταινία με σχετικό αντικείμενο είναι το Salt of the Earth, του ενός εκ των δέκα δημιουργών που διώχθηκαν όσο κράτησε το «κυνήγι των μαγισσών», του Herbert Biberman. Και λέω θρυλική για πολλούς λόγους. Αφενός, γιατί πρόκειται για μια ανεξάρτητη παραγωγή, στελεχωμένη από συντελεστές που είχαν περιληφθεί στην μαύρη λίστα του HUAC και με ερασιτέχνες, ως επί το πλείστον, ηθοποιούς, μέλη μιας πραγματικής κοινότητας Chicanos. Αφετέρου, γιατί μέσα στην ζοφερή ψυχροπολεμική περίοδο, τολμά να υπερασπιστεί τον αγώνα μιας κοινότητας ισπανόφωνων μεταλλωρύχων ενάντια στους εργοδότες τους. Πάει λοιπόν ενάντια στην εποχή της, τόσο αμφισβητώντας το δικαίωμα των επιχειρήσεων να πλουτίζουν σε βάρος των εργαζομένων που θεμελιώθηκε στο μεταπολεμικό κλίμα οικονομικής άνθισης, όσο και προβάλλοντας αντίσταση στην αντικομουνιστική εκστρατεία. Επίσης, προβάλλει τους αγώνες μιας μειονότητας, που μαζί με άλλες αρχίζει να αφυπνίζεται και να διεκδικεί την ισότιμη αντιμετώπιση. Η πιο χαρακτηριστική στιγμή της ταινίας (εδώ) είναι όταν οι αρχές απαγορεύουν την πικετοφορία των απεργών και την φραγή της εισόδου στους απεργοσπάστες, που έχει ως αποτέλεσμα την απόφαση των γυναικών να αναλάβουν το ρόλο τους. Οι περισσότεροι άνδρες, υπέρμαχοι του παραδοσιακού εγκλεισμού στο σπίτι, στην αρχή διαφωνούν, αλλά τελικά η άποψη των γυναικών θα υπερτερήσει και θα φέρει τις γυναίκες στην πικετοφορία και τους άνδρες στα σπίτια να προσπαθούν να φέρουν σε πέρας τις δουλειές του νοικοκυριού. Επομένως, η προοδευτική σκοπιά της ταινίας επιβεβαιώνεται και στο θέμα της θέσης της γυναίκας, σε μια στιγμή που αρχίζουν να ξεσπούν τα φεμινιστικά κινήματα. Τελικά, η απεργία θα νικήσει ακριβώς χάρη στη συστράτευση όλων των μελών της κοινότητας για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού. Η ταινία, μετά από μια σύντομη παραμονή σε κάποιες αίθουσες, φυσικά απαγορεύτηκε και δεν προβλήθηκε ξανά παρά στα μέσα της δεκαετίας του ’60.

Παρότι στη δεκαετία του ’60 και του ’70 τα διάφορα επαναστατικά κινήματα θα φέρουν και την άνθιση του ανεξάρτητου κινηματογράφου, θα πρέπει να περιμένουμε το τέλος της δεκαετίας του ’70 για να δούμε κάποια εφάμιλλη ταινία με φιλοεργατικό περιεχόμενο, τουλάχιστον στη μυθοπλασία. Στο χώρο του ντοκυμαντέρ, το Harlan County, USA η Barbara Kopple, προερχόμενη από τη γενιά των hippies, καταγράφει από κοντά την ιστορία της μεγάλης απεργίας των μεταλλωρύχων στην ομώνυμη περιοχή του Kentucky, που σημαδεύεται από άγρια βία από την πλευρά των αρχών. Πέραν της τόλμης που χρειάστηκε για την δημιουργία του βραβευμένου με όσκαρ ντοκυμαντέρ, κυριολεκτικά σε εμπόλεμη ζώνη, η δημιουργός χαράσσει την πολύ ενδιαφέρουσα γραμμή συνέχειας μεταξύ της απεργίας της δεκαετίας του ’30 και της απεργίας στη δεκαετία του ’70, τονίζοντας την αγωνιστική κληρονομιά που μεταλαμπαδεύουν οι γηραιοί πλέον πρωταγωνιστές της πρώτης απεργίας (εδώ το τρέιλερ).

Όσο για τη μυθοπλασία, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Norma Rae του Martin Ritt. Χωρίς να απορρίπτει τις χολυγουντιανές αφηγηματικές συνταγές και συμβάσεις, η ταινία αφηγείται την ιστορία πολιτικής συνειδητοποίησης μιας γυναίκας, της Νόρμα Ρέυ, η οποία ζει μαζί με την συντηρητική εργατική οικογένειά της σε μια επαρχιακή πόλη της Αμερικής και εργάζονται όλοι μαζί σε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας. Τα πράγματα θα έρθει να ταράξει ένας συνδικαλιστής που καταφτάνει στην πόλη με σκοπό να οργανώσει τους εργαζομένους στην υφαντουργία ώστε να δημιουργήσουν το δικό τους συνδικάτο. Η Νόρμα αποκτά φιλική σχέση μαζί του και σιγά σιγά θα εξελιχθεί σε εκπρόσωπο του αγώνα και θα προσπαθήσει να συσπειρώσει γύρω της όλους τους εργαζομένους. Η πολιτική της συνειδητοποίηση θα συνδυαστεί και με μια μεταμόρφωσή της στην ιδιωτική ζωή. Από εκεί που είχε εφήμερες σχέσεις με διάφορους άντρες, συχνά μάλιστα με ανταλλάγματα, αποφασίζει να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Και σε αυτό το σημείο θα προκύψει η σύγκρουση μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής της ζωής, όσο περισσότερο αφοσιώνεται στην πρώτη και παραμελεί τη δεύτερη. Πρόκειται για ένα γνωστό θέμα στον κινηματογράφο της εποχής, όσο προχωρά η χειραφέτηση των γυναικών και η εμπλοκή τους στην επαγγελματική ζωή. Σε άλλες ταινίες προωθείται η παραδοσιακή θέση των ανδρών που θέλουν τη γυναίκα νοικοκυρά (βλ. Κράμερ εναντίον Κράμερ), σε άλλες, όπως εδώ, το δικαίωμα της γυναίκας στα κοινωνικά τεκταινόμενα (βλ. επίσης Silkwood, το οποίο παρουσιάζει αρκετά κοινά με τη συγκεκριμένη ταινία). Ίσως το αρνητικό σημείο της ταινίας, όπως και των περισσότερων ταινιών της εποχής που πραγματεύονται τη γυναικεία χειραφέτηση (συνήθως από την οπτική γωνία ενός άντρα δημιουργού), είναι ότι η συνειδητοποίηση και η απελευθέρωση επιτυγχάνονται χάρη σε μια σχέση με κάποιον άντρα.



Το διασημότερο ίσως δείγμα αμερικάνικης πολιτικής ταινίας της εποχής είναι το
Heaven’s Gate του Michael Ciminο, ιδίως γιατί επρόκειτο για μια πολυδάπανη παραγωγή και μια τεράστια εισπρακτική αποτυχία, που κατάφερε να οδηγήσει σε πτώχευση την United Artists και να σηματοδοτεί το τέλος της περιόδου κυριαρχίας των σκηνοθετών και την επιστροφή των παραγωγών. Θεωρείται ότι λόγος της αποτυχίας της ταινίας αυτής, πέρα από την ασυνήθιστη διάρκειά της, ήταν η μαρξιστική παρουσίαση της ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών, μέσα από την αντιπαράθεση μεταξύ των μεγαλοκτηνοτρόφων και των καταπιεζόμενων μεταναστών εργατών. Οι Αμερικανοί θεατές, γαλουχημένοι από τους μύθους της αμερικάνικης ιστορίας made in Hollywood, αντέδρασαν αρνητικά σε μια από τις ελάχιστες ταινίες που τόλμησαν να δείξουν στην μεγάλη οθόνη την ιστορία της ταξικής πάλης και βίας.

Στο ίδιο ύφος, το Matewan του John Sayles καταγράφει την ιστορία της απεργίας των μεταλλωρύχων (και πάλι) της West Virginia τη δεκαετία του ‘20. Και πάλι πρωταγωνιστής είναι ένας συνδικαλιστής που έρχεται να οργανώσει τους εργάτες για να απαιτήσουν τη δημιουργία δικού τους συνδικάτου. Ένα από τα κεντρικά ζητήματα που πραγματεύεται ο John Sayles είναι η αναγκαιότητα της χρήσης ένοπλης βίας και άμυνας από την πλευρά των εργατών, μέσα από την αντιπαράθεση μεταξύ του εκπροσώπου του συνδικάτου, υπέρμαχου της εξάντλησης της πολιτικής διπλωματίας, και των πιο ριζοσπαστικών εργατών. Ο Sayles τονίζει τη σημασία της σύμπνοιας μεταξύ των μελών της κοινότητας, καθώς και των νόμιμων εκπροσώπων της, του δημάρχου και του σερίφη που τάσσονται στο πλευρό των εργατών. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τρεις διαφορετικές κοινότητες, τους μαύρους, τους Ιταλούς και τους αγγλοσάξονες. Ίσως η ωραιότερη στιγμή του Matewan, παρά την αλληγορική αφέλειά της, είναι όταν οι τρεις μουσικές παραδόσεις – ιταλική, μαύρη και αγγλοσαξονική – και τα αντίστοιχα όργανα συναντώνται και συμπράττουν.



Υπάρχει λοιπόν μια παράδοση προοδευτικών ταινιών αριστερής έμπνευσης, αλλά πρόκειται είτε για ανεξάρτητες είτε για περιθωριακές και αποτυχημένες παραγωγές. Στον αντίποδα υπάρχουν οι συντηρητικές εργατικές ταινίες, όπως για παράδειγμα το
F.I.S.T., που ναι μεν καταγράφει τους εργατικούς αγώνες, αλλά επιμένοντας στην αρνητική εξέλιξη του συνδικάτου και την διαφθορά του. Το Χόλυγουντ, υπηρετώντας την επίσημη ιδεολογία και ιστορία, προτιμά σταθερά την ατομική δράση από τους μαζικούς αγώνες. Δεν είναι τυχαίο πάντως ότι οι περισσότερες από τις ταινίες που ανέφερα τοποθετούνται στην περίοδο πριν ή μετά την έλευση του Reagan: οι κοινωνικές αντιθέσεις εντείνονται και η ανάγκη ενός ήρωα που θα ενώσει και θα συμφιλιώσει τον αμερικανικό λαό είναι παραπάνω από εμφανής.

Μ.Μ.

17/6/08

The Hit (Stephen Frears, 1984)



Έχω βαρεθεί κι εγώ να διαβάζω περί παραγνωρισμένων αριστουργημάτων, αλλά φαντάζομαι αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό και το νόημα της ύπαρξής μας, να θυμίζουμε ξεχασμένες ταινίες. Δεν πρόκειται βέβαια για κάποιο αριστούργημα, αλλά σίγουρα πρόκειται για μια ταινία ενός πασίγνωστου σκηνοθέτη που αδίκως έχει πέσει στη λήθη. Αν και δεν είναι η πρώτη του ταινία για τη μεγάλη οθόνη, το The hit (ή Συμβόλαιο με τον θάνατο στα ελληνικά) είναι ουσιαστικά η ταινία με την οποία ο Stephen Frears επιστρέφει στον κινηματογράφο μετά από πολλά χρόνια στην τηλεόραση. Και τι επιστροφή! Με ένα σπουδαίο cast, αποτελούμενο από τους Terrence Stamp, John Hurt, Tim Roth, αλλά και τον Fernando Rey.

Μπορεί οι Άγγλοι να μην είναι οι καλύτεροι εκπρόσωποι του crime film, αλλά σχεδόν κάθε δεκαετία έχουν να επιδείξει ένα αξιόλογο δείγμα γραφής. Το The hit έρχεται να προστεθεί στην νέα σειρά που ξεκινά τη δεκαετία του 80 με το Long Good Friday. Η ιστορία είναι απλή: ένας κακοποιός καταδίδει τους συνεργούς του σε μια ληστεία προκειμένου να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης, που ισοδυναμεί με ήρεμη ζωή σε ένα χωριό της Ισπανίας. Όμως, τα θύματα της προδοσίας του τον προειδοποιούν στην αίθουσα του δικαστηρίου, τραγουδώντας το γνωστό άσμα «We’ll meet again, somme sunny day» (ναι, το ίδιο που ακούγεται και στο τέλος του Dr. Strangelove). Και όπως του υποσχέθηκαν, 10 χρόνια αργότερα έρχονται να τον βρουν για να πάρουν εκδίκηση. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν μαζί τους μπλέκεται και μια σέξι και ατίθαση ισπανίδα, αλλά κυρίως γιατί ο πρώην κακοποιός-καταδότης Terrence Stamp αντιμετωπίζει τη μοίρα του αδικαιολόγητα στωικά, ως ένας zenmaster-φιλόσοφος, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τα 10 χρόνια αναμονής προκειμένου να προετοιμαστεί για τον αναπόφευκτο θάνατό του.

Ο Stephen Frears δημιουργεί ένα νηφάλιο και στυλιζαρισμένο road movie, μακριά από το υστερικό και υπερκινητικό στυλ των γκανγκστερικών ταινιών (βλ. Guy Ritchie) που ακολούθησαν τη γενιά του. Δουλεμένα χρώματα, ενδιαφέρουσες γωνίες λήψης, και πάνω από όλα το ισπανικό τοπίο που πρωταγωνιστεί και αποτελεί την κινηματογραφική πρόκληση για τον σκηνοθέτη. Ίσως κάποιες φορές να πέφτει στο στερεότυπο, αλλά φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε πόσο άγνωστη ήταν για τον περισσότερο κόσμο τότε η ενδοχώρα της Ισπανίας (πριν γίνει μόδα εννοώ για κάθε Ευρωπαίο). Με τη βοήθεια της μουσικής του Paco De Lucia (μόνο αυτό στις μέρες μας θα αποτελούσε κλισέ) και τις συχνές λήψεις από ψηλά, δημιουργεί ένα αγγλικής έμπνευσης πορτρέτο της ισπανικής επαρχίας (δεν ξέρω γιατί, αλλά ο παραλληλισμός Αγγλίας-Ισπανίας, μου φέρνει στο μυαλό μια αντιστοιχία με το κινηματογραφικό δίπτυχο Αμερικής-Μεξικού). Για τους ηθοποιούς φυσικά τα λόγια είναι περιττά: ο Tim Roth αριστεύει στον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο, ενώ ο John Hurt ερμηνεύει επάξια τον άλλοτε αδίστακτο, νυν παρηκμασμένο γκάνγκστερ. Ο Terrence Stamp, la classe, όπως πάντα.

Μ.Μ.

The Mystery of the Leaping Fish (J. Emerson, C. Cabanne,1916)

Το τελευταίο διάστημα είναι αλήθεια ότι δεν έχει βγεί κάτι το ιδιαίτερο στις αίθουσες. Εξ’ου λοιπόν και η πολυήμερη απουσία από το blog.
Με αφορμή
όμως ένα χθεσινό email του Μιχάλη όπου με παρέπεμπε σε μια εντελώς άγνωστη και αρκετά περίεργη ταινία του 1936 με τον τίτλο Marihuana, συνοδευόμενο από τον απαραίτητο ηθικολογικό υπότιτλο The Devil’s Weed, θυμήθηκα μια άλλη, αρκετά παλιότερη ταινία, η οποία με είχε αφήσει σχεδόν άφωνο όταν την είδα για πρώτη φορά.

Το The Mystery of the Leaping Fish (1916) αποτελεί ένα σπάνιο και αξιοπερίεργο δείγμα της λεγόμενης « εποχής της αθωότητας » (;) του Hollywood, μια πενταετία σχεδόν πρίν από την πρώτη απόπειρα αυτολογοκρισίας του αμερικάνικου κινηματογράφου με την επιβολή του Κώδικα Παραγωγής του William H. Hays.

Γυρισμένη στα στούντιο της περίφημης για τις κωμωδίες της Keystone Film Company η ταινία θα μπορούσε να είναι ένα « ανήθικο » κινηματογραφικό αστείο μεταξύ φίλων - κάτι το οποίο υπονοείται αρκετά και στο τέλος. Όταν όμως αυτοί οι « φίλοι » είναι οι John Emerson και Christy Cabanne στη σκηνοθεσία, ο Todd Browning (γνωστός για τις ταινίες τρόμου και ιδιαίτερα για το αριστουργηματικό Freaks), η Annita Loos (συγγραφέας, από τις πρώτες και σημαντικότερες σεναριογράφους στην Αμερική) και o πατέρας του αμερικάνικου κινηματογράφου D. W. Griffith στο σενάριο και την παραγωγή, και τέλος ο Douglas Fairbanks στον πρωταγωνιστικό ρόλο, τότε το φιλμ κάθε άλλο παρά μια απλή φάρσα μπορεί να θεωρηθεί.

Ο πρωταγωνιστής ντετέκτιβ Coke Ennyday (το οποίο θα τολμήσουμε να μεταφράσουμε ως Κόκας Οποιαμέρας !), χωρίζει τον προσωπικό του χρόνο σε «Ύπνο », « Φαγητό », « Ποτό » και « Ντοπάρισμα », διαθέτει ένα εντυπωσιακό φουτουριστικό θυροτηλέφωνο με κάμερα και αντιμετωπίζει τους εχθρούς του χρησιμοποιώντας ως όπλα...ναρκωτικά.
Ανάμεσα λοιπόν σε μια υπόθεση παράνομης διακίνησης όπιου
(το οποίο με ενθουσιασμό δοκιμάζει) την οποία του αναθέτει η αστυνομία και του εκβιασμού μιας κοπέλας που φουσκώνει σωσίβια (leaping fish) στην παραλία, θα έρθει αντιμέτωπος με μια συμμορία Κινέζων λαθρεμπόρων στην Chinatown. Όσο παράλογη και αν φαίνεται η υπόθεση, το The Mystery of the Leaping Fish αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες, τολμηρές και παραγνωρισμένες κωμωδίες του μπουρλέσκου κινηματογράφου, αλλά και την πρώτη ταινία που παρουσιάζεται η χρήση ναρκωτικών.

Περιμένοντας λοιπόν τις εξόδους αυτής της εβδομάδας, ανεβάσαμε τη σπάνια αυτή ταινία σε δύο μέρη:

Α.Τ.



Part One



Part Two

12/6/08

Re:frame

Ένας νέος δικτυακός τόπος δημιουργήθηκε αυτή την εβδομάδα με πρωτοβουλία του επίσης νέου σχετικά φεστιβάλ της Νέας Υόρκης, Tribeca Film Festival του Robert De Niro. Σκοπός του είναι να προωθήσει είτε σε DVD είτε σε μορφή streaming αξιόλογες ταινίες που δεν είχαν τύχη στη διανομή τους, καθώς και παλαιότερες σπάνιες ταινίες που δεν βρίσκονται εύκολα αλλού. Για όποιον λοιπόν ενδιαφέρεται, ξεκαθαρίζω ότι οι ταινίες δεν προσφέρονται δωρεάν, αλλά αν το ψάξετε θα βρείτε ίσως πράγματα που δεν κυκλοφορούν αλλού (εγώ όλο και κάτι βρήκα). Με την ισοτιμία άλλωστε του δολαρίου μπορεί κανείς να πει ότι οι τιμές είναι μάλλον ενδιαφέρουσες. Εξάλλου, το site δίνει τη δυνατότητα και σε νέους καλλιτέχνες να προωθήσουν τις ταινίες τους, και προσφέρει την μετατροπή φιλμ σε ψηφιακή μορφή. Στόχος είναι τα 10000 φιλμ μέχρι το τέλος της χρονιάς. Δείτε το σχετικό άρθρο στους New York Times, αλλά και κατευθείαν το site εδώ.

M.M.