31/3/08

Pawnbroker (Sidney Lumet, 1964)



Το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει ποίηση, τέχνη, λογοτεχνία μετά το Ολοκαύτωμα έχει απασχολήσει πολλούς στοχαστές, καλλιτέχνες, και πάνω απ΄ όλα τους ίδιους τους επιζήσαντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η κοινή συνισταμένη των απαντήσεων έχει να κάνει με το καθήκον της μαρτυρίας. Την καταγραφή της εμπειρίας. Καταγραφή όμως με ποιο τρόπο; Ως αυτοβιογραφία, ως αφήγηση, ως ποίηση, ως ντοκουμέντο, ως μυθοπλασία; Αν πάρουμε το παράδειγμα του κινηματογράφου, θα δούμε ότι μέχρι κάποια χρονική στιγμή κυριαρχεί η μορφή του ντοκυμαντέρ, του τεκμηρίου. Τόσο το Nuit et brouillard, το Le chagrin et la pitié, ή το Shoah, βασίζονται αφενός στην έρευνα στα αρχεία και αφετέρου στις προσωπικές μαρτυρίες. Οι μυθοπλασίες σχετικά με το θέμα του Ολοκαυτώματος θα αργήσουν να καθιερωθούν, αφού αν ανατρέξουμε πριν από τη Λίστα του Σίντλερ και το κύμα ταινιών για το Ολοκαύτωμα που ακολούθησε και αναζητήσουμε τις πρώτες απόπειρες σχετικών ταινιών, λίγα παραδείγματα έρχονται στο μυαλό (το Kapo του Pontecorvo). Ακόμα πιο σπάνιες είναι οι μυθοπλασίες που ασχολούνται με την τύχη των ίδιων των επιζώντων από τα στρατόπεδα, ή την προσπάθεια αναπροσαρμογής τους στην κοινωνική ζωή. Το Sophie’s Choice είναι ίσως το πιο γνωστό παράδειγμα, αλλά λιγότερο γνωστό και αδίκως ξεχασμένο είναι το Pawnbroker (Ο ενεχυροδανειστής) του Sidney Lumet.

Από τις καλύτερες ταινίες του αμερικανού σκηνοθέτη, έχει ως πρωταγωνιστή έναν εβραίο επιζώντα του Ολοκαυτώματος που εργάζεται σε ένα ενεχυροδανειστήριο ενός νεοϋορκέζικου γκέτο. Όπως εξηγεί στον πορτορικανό βοηθό του, έχει καταφέρει να επιζήσει ακολουθώντας το αναπόδραστο πεπρωμένο της φυλής του, το εμπορικό μυαλό και το προστατευτικό κέλυφος της φιλαργυρίας, κλείνοντας την πόρτα σε οποιοδήποτε ανθρώπινο συναίσθημα, τον οίκτο για τους δυστυχισμένους πελάτες του, την αγάπη για τους ανθρώπους του, την ανάγκη για επικοινωνία και για συντροφικότητα. Στο μεταξύ τον κατατρύχουν οι μνήμες του Ολοκαυτώματος, οι οποίες επανέρχονται ως σύντομα φλας μπακ, ελάχιστης διάρκειας σφήνες στην πλειοψηφία τους, τόσο που μετά βίας γίνονται αντιληπτές από το μάτι του θεατή. Οι μνήμες ξυπνάνε από την επαφή του με τον έξω κόσμο, με τη βία των δρόμων, τη λεκτική βία, την αποξένωση, το γυμνό σώμα της πόρνης που του θυμίζει τη γυναίκα του στο στρατόπεδο. Τελικά θα αφυπνιστούν σταδιακά και τα αισθήματά του, με την κορύφωση να έρχεται στο τέλος της ταινίας, όταν ο βοηθός του Jesus σκοτώνεται προσπαθώντας να αποτρέψει μια δολοφονική επίθεση εναντίον του.

Όπως φαίνεται από την πλοκή, η ταινία του Lumet πραγματεύεται μια πληθώρα θεμάτων, αφενός τη σχέση της ατομικής μνήμης και του βιώματος με την περιβάλλουσα κοινωνική πραγματικότητα, τις σχέσεις εξουσίας, τις φυλετικές συγκρούσεις. Διερευνά το αμετάδοτο της εμπειρίας, το χάσμα επικοινωνίας μεταξύ εκείνων που βίωσαν τον πόλεμο και του υπόλοιπου κόσμου. Τελικά θα χρειαστεί μια θυσία από την πλευρά του υπόλοιπου κόσμου, και πιο συγκεκριμένα του Ιησού, για να βγει ο ενεχυροδανειστής από το καβούκι και να νιώσει ξανά αισθήματα για τους συνανθρώπους του. Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν αυτή η «εξιλέωση» του πρωταγωνιστή είναι πραγματικά λυτρωτική ή καταδικαστική. Ξανασυναντά ουσιαστικά το αβίωτο αυτού του κόσμου που είχε απωθήσει. Οι αρετές της ταινίας του Lumet είναι πολλαπλές: η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Boris Kaufman φέρνει στο μυαλό τις πόλεις του φιλμ νουάρ, των ταινιών του Jules Dassin ή του Elia Kazan με τους οποίους μεταξύ άλλων δούλεψε ο Kaufman∙ η μουσική του Quincy Jones που δένει αρμονικά με τις ασπρόμαυρες εικόνες της έρημης ως επί το πλείστον πόλης, και μπορεί να συγκριθεί με διάσημα jazz soundtracks του ασπρόμαυρου κινηματογράφου, όπως των ταινιών του Preminger ή ευρωπαϊκών νουάρ (του Louis Malle για παράδειγμα)∙ το βάθος και η ευαισθησία με την οποία επεξεργάζεται το θέμα του, εφάμιλλα των κειμένων του Arthur Miller∙ η εξαιρετική εσωτερική ερμηνεία του Rod Steiger (ο οποίος προτάθηκε μάλιστα τότε για όσκαρ), που δίνει στον πρωταγωνιστή του κάτι από το μεγαλείο και την τραγικότητα του Τελευταίου ανθρώπου του Murnau. Εκτός όλων αυτών, το Pawnbroker έχει μείνει στην ιστορία του αμερικάνικο κινηματογράφου γιατί παρέκαμψε τον Κώδικα, παρουσιάζοντας ένα γυμνό γυναικείο σώμα∙ ακολούθησε μεγάλη διαμάχη προκειμένου να μην απαγορευτεί η ταινία, υποστηρίζοντας ότι το γυμνό ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της πλοκής, και έτσι άνοιξε ο δρόμος για την εκ νέου απεικόνιση του γυμνού σώματος στην Αμερική. Ωστόσο δεν θα έπρεπε να είναι αυτός και ο μόνος λόγος για τον οποίο αναφέρεται η ταινία του Lumet στα ιστορικά βιβλία.
M.M.

26/3/08

Sátántangó (Béla Tarr, 1994)

Το παρακάτω κείμενο για τη σπάνια αυτή ταινία του Ούγγρου δημιουργού, μας έστειλε ο Γρηγόρης Ρέντης, ο οποίος σπουδάζει σκηνοθεσία στο California Institute of Arts.

Είχα χθες την τύχη να δω τις 7 ½ ώρες του αριστουργηματικού Sátántangó στην μεγάλη οθόνη και να το θαυμάσω μαζί με άλλους 200 πιστούς.

Η ταινία του Béla Tarr, προσαρμοσμένη από το ομότιτλο μυθιστόρημα του László Krasznahorkai, λαμβάνει χώρα σε κάποιο απομονωμένο χωριό της Ουγγαρίας του 1989. Λίγο πριν την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, η ταινία ακολουθεί την αποτυχία της δημιουργίας ενός συλλογικού αγροκτήματος από μία μικρή ομάδα αποπροσανατολισμένων χωρικών. Όταν τους βρίσκει ο, για δύο χρόνια αγνοούμενος, Ιrimias τους κατευθύνει σύμφωνα με το προσχέδιό του για κέρδος κι ευημερία. Ένα πλάνο που καταλήγει στην παράταση της φτώχειας τους αλλά κατά μία έννοια και στην σωτηρία τους.

Με λιγότερα πλάνα από την κοινή 90λεπτη ταινία, το Sátántangó είναι μία άσκηση στην παράλληλη δράση. Το κύριο μέρος της ταινίας ακολουθεί τα γεγονότα της ίδιας μέρας, αλλάζοντας κάθε φορά σημείο αναφοράς: ένα ερωτικό τρίγωνο, ένας αλκοολικός γιατρός, ένας χαρισματικός απατεώνας κι ένα κοριτσάκι που τριγυρνάει με την δολοφονημένη γάτα του.

Η δομή της ταινίας προέρχεται από αυτή του τάνγκο. Χωρισμένη σε 12 κεφάλαια, που δεν είναι απαραίτητα χρονολογικά εναλλασσόμενα, κάνει 6 βήματα μπροστά και 6 πίσω. Κάτι που ίσως θυμίσει την βραβευμένη με Όσκαρ μικρού μήκους του Πολωνού Zbigniew Rybczynski Tango.

Η ασπρόμαυρη ταινία αποτελείται από περίπου 150 μονοπλάνα που συχνά ακουμπάνε τα 10 λεπτά. Η κινηματογραφική προσέγγιση του Τarr, ειδικά μετά το Damnation (1988), έχει παρομοιαστεί με τις μεταφυσικές τάσεις του Tarkovsky που μέσα από το ρεαλιστικό προβάλλει μία δεύτερη διάσταση, που ο Gilles Deleuze ονόμασε νατουραλιστική. Μία πραγματικότητα που θυμίζει τον κόσμο γύρω μας αλλά είναι αποκλίνουσα. Μία μεγεθυμένη πραγματικότητα να υπογραμμίζει τα λάθη της ανθρώπινης ύπαρξης και σε μερικές περιπτώσεις να επαινεί τα καλά.

Οι χαρακτήρες του Sátántangó είναι έρμαια της πολιτικής κατάστασης. Ζούνε απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, σε έναν βάλτο της Ανατολικής Ευρώπης. Στην μικρή, ολιγομελή τους κοινότητα κάθε πράξη προσεγγίσει το επικό. Κι η κάμερα του Tarr τους χειρίζεται ακριβώς έτσι, σαν οδηγούς της κατάστασης τους. Τους δίνει την πολυτέλεια να μην βιαστούν να πάρουν αποφάσεις, να αφουγκρασθούν τον χώρο και μαζί με τον θεατή να σκεφτούν τι θα είναι καλύτερο να γίνει από ‘δω και πέρα.

20/3/08

Le Cahier/Buda as sharm foru rikht (Hana Makhmalbaf, 2007)


«Αφήστε με να πάω στο σχολείο. Δεν θέλω να παίξω το παιχνίδι σας»

Τα γράμματα της αλφαβήτου, οι εικόνες που γίνονται ιστορία μέσα από το λόγο, το τετράδιο που αποτυπώνει τα πρώτα ίχνη, σπρώχνουν ένα μικρό κορίτσι να βγει από τη σπηλιά της ερήμου και να ακολουθήσει το δρόμο για το σχολείο. Η αναζήτηση του τετραδίου, συμβόλου της προσωπικής μνήμης, θα την φέρει αντιμέτωπη με τους «νόμους» της αγοράς και την φτώχεια. Η απόκτησή του θα σημάνει πολλάπλες απώλειες. Η βία, ο τρόμος, η αιχμαλωσία, ο θάνατος, μέσα από ένα παιχνίδι αγοριών που ξεδιπλώνει την πραγματικότητα του πολέμου: η ήττα είναι κοινή, επιτιθέμενος και αμυνόμενος βρίσκονται σε συνθήκη κακοποίησης.

«Ο Βούδας κατέρρευσε από ντροπή». Με αυτήν την φράση ξεκινά και κλείνει η αριστουργηματική ταινία της Ιρανής Hana Makhmalbaf.
Στην απέραντη και ολότελα ξένη έρημο του Αφγανιστάν οι οικογένειες ζούν μέσα στις σπηλιές και τα παιδιά παίζουν γύρω από τα κομμάτια ενός γιγάντιου βομβαρδισμένου αγάλματος του Βούδα. Η εξάχρονη
Baktay, ακούγοντας τον φίλο της από τη γειτονική σπηλιά να διαβάζει τα μαθήματά του, θα αναζητήσει ένα τετράδιο και το δρόμο για το σχολείο, μια τρυφερή και φαινομενικά απλή επιθυμία για κάτι που εμείς θεωρούμε τόσο δεδομένο και καθημερινό. Για να ταγοράσει όμως θα πρέπει πρώτα να βρεί χρήματα. Και για να βρεί χρήματα θα πρέπει να βγεί και να παζαρέψει μόνη της στην ανδροκρατούμενη αγορά της περιοχής. Και έτσι ξεκινά η οδύσσειά της, μια αναζήτηση ανάμεσα στην παιδικότητα και τη βίαιη ενηλικίωση, το κωμικό και το τραγικό, τα παιχνίδια πολέμου και τα ερείπια τα οποία αφήνουν πίσω τους οι εκάστοτε κατακτητές, είτε αυτοί λέγονται Ρώσοι, Αμερικανοί ή Ταλιμπάν.

Με τα πιο απλά μέσα και συχνή αντίστιξη του ήχου, η δεκαενιάχρονη δημιουργός, κόρη του συγγραφέα και σκηνοθέτη Mohsen Makhmalbaf, ακολουθεί από κοντά με μια ψηφιακή μηχανή το ταξίδι της μικρής πρωταγωνίστριάς της σ έναν άγνωστο για εμάς τόπο, όπου η καθημερινότητα της βίας και του πολέμου έχει εισβάλλει τόσο στη ζωή των παιδιών ώστε να γνωρίζουν και να μιμούνται την παραμικρή ανατριχιαστική λεπτομέρειά του, και να εναλλάσονται στους ρόλους των «καλών» και των «κακών» - υπάρχουν όμως πραγματικά αυτοί οι ρόλοι σέναν πόλεμο;

Ανάμεσα στο συμβολισμό -ενός παραμυθιού- και το ρεαλισμό -ενός σκληρού ντοκιμαντέρ-, η μικρή Baktay, πεισματάρα όπως όλα τα παιδιά και δυνατή όσο κανείς άλλος, θα προσπαθήσει να ζήσει το όμορφο παιδικό όνειρό της σε έναν άσχημο ενήλικο κόσμο.

A.T.


17/3/08

H Misha Defonseca και οι λύκοι




Αναδημοσίευση από τη Monde, 16-3-2008

Η παρουσίαση της μυθοπλασίας μιας μικρής εβραίας τον καιρό του Ολοκαυτώματος ως αληθινής ιστορίας έχει τις συνέπειές της. Μερικές είναι ανησυχητικές.

Ήταν λοιπόν ψέματα. Η συγγραφέας Misha Defonseca παραδέχτηκε τελικά ότι το αφήγημα που είχε δημοσιεύσει και παρουσίαζε ως αυτοβιογραφία, ως αληθινή της ιστορία που συγκλόνιζε τους αναγνώστες της, ήταν τελικά αποκύημα της φαντασίας. Το βιβλίο της Survivre avec les loups, ένα best-seller που μεταφράστηκε σε ολόκληρο τον κόσμο και που η κινηματογραφική διασκευή του έχει ήδη προσελκύσει στις αίθουσες εκατομμύρια θεατών (πάνω από 500000 στη Γαλλία), διηγείται την ιστορία μιας μικρής εβραίας, εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της οποίας οι γονείς συνελήφθησαν από τη Γκεστάπο. Ξεκινώντας να τους βρει με τα πόδια, διασχίζει χιλιάδες χιλιόμετρα στην Ευρώπη και κατορθώνει να επιβιώσει χάρη σε ένα κοπάδι λύκων που την υιοθετούν.

Αυτό το όμορφο παραμύθι ευνοήθηκε από μια τεράστια διαφημιστική καμπάνια και, επαναλαμβάνοντας με επιτυχία τον μύθο της λύκαινας τροφού που συγκινεί από την εποχή του Ρωμύλου και του Ρέμου ως τον Κίπλινγκ, κέρδισε τα πλήθη. Ωστόσο, από τον καιρό της δημοσίευσής του, το βιβλίο προκάλεσε δικαιολογημένα τον σκεπτικισμό: τόσο ιστορικοί όσο και ο ειδικός του κόσμου των ζώων Serge Aroles είχαν καταγγείλει την απάτη και είχαν αναδείξει την αναληθοφάνεια της διήγησης. Ο τελευταίος μάλιστα φώναζε εδώ και χρόνια ενάντια στην παραποίηση, χωρίς να τον ακούει κανείς. Γιατί; Γιατί άγγιζε κάτι ιερό, και αμέσως τον υποπτεύονταν για «αντισημιτισμό»…

Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα βιβλίο που αυτοανακηρύσσεται ως αυτοβιογραφία αποδεικνύεται μυθοπλασία, προκαλώντας πολεμική και οργή εκ μέρους των αναγνωστών που αισθάνονται προδομένοι. Διότι αυτοβιογραφία σημαίνει δέσμευση, όρκο. Όταν διηγούμαστε τη ζωή μας, υπογράφουμε την περίφημη συνθήκη της αυτοβιογραφίας, όπως περιγράφεται από τον Philippe Lejeune: ο συγγραφέας ορκίζεται ότι «τα πάντα είναι αλήθεια και μόνο αλήθεια». Και αναλαμβάνει το ρίσκο να τον αντικρούσουν, να τον σύρουν στο δικαστήριο, αν λέει ψέματα. Να γράψει κανείς για τη ζωή του, σημαίνει να πάρει ένα ρίσκο, και να πληρώσει το τίμημα.

Η συγγραφέας, Misha, αμύνεται: «Μου είναι αδύνατον να ξεχωρίσω τη διαφορά μεταξύ της πραγματικότητας και του εσωτερικού μου κόσμου.» Όμως οι αναγνώστες ξεσηκώνονται και θυμώνουν μαζί της γιατί η ιστορία της τους συγκίνησε, ενώ «όλα ήταν ένα ψέμα». Άλλοι ανταπαντούν ότι όποτε διηγούμαστε μια ιστορία πάντα επινοούμε κάτι, υπάρχει πάντα το φανταστικό σε κάθε διήγηση, ότι κάθε γραφεί είναι μια νέα επινόηση. Σε κάθε συγγραφέα τυχαίνει να μεταφέρει με πιστότητα πραγματικά συμβάντα, αφηγούμενα με ακρίβεια σε ένα μυθιστόρημα, τα οποία όμως να φαίνονται «απίστευτα» στον αναγνώστη. Ο Maupassant λέει σωστά: «Το αληθινό μπορεί καμιά φορά να φαίνεται αναληθοφανές».

Αυτή η ιστορία θυμίζει την περίπτωση του Benjamin Wilkomirski, που είχε καταθέσει τις φανταστικές αναμνήσεις του από τον εκτοπισμό. Και στις δύο περιπτώσεις, επειδή το ζήτημα άγγιζε την εβραϊκή ταυτότητα και το Ολοκαύτωμα, ο θυμός πολλαπλασιάστηκε. Στην πραγματικότητα η Misha λέγεται Monique Dewael, ένα όνομα που φαίνεται να απεχθάνεται σε σημείο που δεν θέλει να παραδεχτεί ότι το άλλαξε. Δηλώνει: «Ονομάζομαι Monique Dewael, αλλά από όταν ήμουν τεσσάρων θέλω να το ξεχάσω.» Επινοεί επομένως μια ταυτότητα και δηλώνει Εβραία. Μαθαίνουμε όμως ότι δεν είναι, ότι είναι βαφτισμένη. Οι γονείς της πράγματι εκτοπίστηκαν, αλλά ως μέλη της αντίστασης.

Όλα συμβαίνουν λες και σήμερα μόνο η εβραϊκή ταυτότητα έχει τη νομιμότητα να μιλάει για εκτοπισμό, λες και μόνο ένας Εβραίος μπορεί να γράψει για το θέμα συγκινώντας μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Και όμως, το L’espece humaine του αντιστασιακού Robert Antelme είναι μια αδυσώπητη μαρτυρία. Λίγοι βέβαια το έχουν διαβάσει.

Η μετανιωμένη Misha προσθέτει: «Πάντοτε ένιωθα Εβραία», εξοργίζοντας κάποιους ακόμα αναγνώστες της, που υπήρξαν Εβραίοι χωρίς να το έχουν θελήσει και δεν «νιώθουν» Εβραίοι, ή που θα ήθελαν ακόμα και να απαλλαχθούν από αυτή την ταυτότητα την οποία της περισσότερες φορές δεν επιλέγουμε. Επαναφέρει το ερώτημα τι θα πει να είναι κανείς Εβραίος, ποιος αποφασίζει αν ανήκουμε ή όχι σε μια κοινότητα, αν τελικά ο Εβραίος προσδιορίζεται από κάποιον τρίτο, τον άλλο. Και αν «η μικρή εβραιοπούλα» είναι το σύμβολο του κατεξοχήν θύματος, μήπως ήταν μόνο μια προβολή, μια ιδεατή ταύτιση;

Ήδη κάποιοι ανησυχούν για τις άμεσες συνέπειες αυτού του ψέματος που μπορεί να εξυπηρετήσει τον αρνητισμό, αφού, αν εκείνη επινόησε και έκανε πιστευτή σε εκατομμύρια ανθρώπους το αφήγημά της, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως όλα όσα διηγείται είναι ψέματα. Ορισμένοι καθηγητές, συνειδητοποιώντας το καθήκον της μνήμης που κυριαρχεί αυτή τη στιγμή τις διαμάχες για την εκπαίδευση, πήγαν τους μαθητές τους να δουν την ταινία που προέκυψε από το βιβλίο της Misha, όπου ο κινηματογράφος και η εικόνα παραποιούν ακόμα περισσότερο την αληθινή Ιστορία που θα έπρεπε να αποκατασταθεί.

Και ξαναρχίζουν οι συζητήσεις, «αν μπορούμε να γράψουμε μυθοπλασία για το Ολοκαύτωμα», ο Lanzmann εναντίον του Spielberg και του Benigni, η Άννα Φρανκ και ο Πρίμο Λέβι ενάντια στην πλαστή ιστορία του Martin Gray... Άλλοι αγανακτούν με τον εμπορικό χαρακτήρα των μαρτυριών, και θεωρούν ότι χάρη στην ετικέτα «αληθινή ιστορία» πούλησε το βιβλίο και η ταινία. Ίσως. Αλλά για να πουλήσουμε το αληθινό πρέπει και η ιστορία να είναι… ιδιαιτέρως μυθιστορηματική.

[…] Πέρα απ’ όλα αυτά, στο βιβλίο της Misha, θα μπορούσαμε να συγκινηθούμε με το πραγματικό εσωτερικό μαρτύριο της μυθομανίας της, ό,τι κρύβεται πίσω από την ιστορία των λύκων. Οι ψυχαναλυτές θα αναζητήσουν την ερμηνεία: ποιοι είναι τελικά οι λύκοι για εκείνη; Ο καθένας μπορεί να επιλέξει. […]

Karin Bernfeld, συγγραφέας

(μετάφραση και αναδημοσίευση, Μ.Μ.)


12/3/08

Be Kind Rewind (Michel Gondry, 2008)
Η κωμωδία είναι ένα από τα πιο δύσκολα και πιο υποτιμημένα κινηματογραφικά είδη. Δύσκολα πλέον σήμερα γνωστοί σκηνοθέτες ασχολούνται με το είδος, οι λίγες επιτυχημένες συνταγές επανακυκλώνονται ακαταπαύστως και οι χοντροκομμένες δημιουργίες των αδερφών Farrelly έχουν φτάσει στο σημείο να χαρακτηρίζονται παραδόξως ως οι «κωμωδίες της χρονιάς» (πρόσφατο παράδειγμα το μετριότατο The Heartbreak Kid)... Ειδικά τα τελευταία χρόνια δυσκολεύομαι να φέρω στο μυαλό μου κάποια κωμωδία, και ειδικά αμερικανικής παραγωγής, η οποία να ξεχώρισε για τη φρεσκάδα ή την αυθεντικότητά της.

Ευτυχώς το Be Kind Rewind (στην Ελλάδα θα βγεί στις 20 Μαρτίου με τον τίτλο Γύρνα το μόνος σου) του Michel Gondry αποτελεί μια από τις πιο ευχάριστες -στην κυριολεξία- στιγμές της χρονιάς. Ο ευφάνταστος Γάλλος σκηνοθέτης μετά από μια αξιόλογη πορεία στον χώρο της διαφήμισης και του videoclip κυρίως κατά τη δεκαετία του 90 (μεταξύ άλλων έχει συνεργαστεί με την Björk, τους Daft Punk και τους Massive Attack), πέρασε στον κινηματογράφο το 2001 με το Human Nature σε σενάριο του Charlie Kaufman. Ευρύτερα γνωστός έγινε τρία χρόνια αργότερα με το Eternal Sunshine of a Spotless Mind, τη δεύτερη συνεργασία του με τον διάσημο αμερικανό σεναριογράφο, ενώ το 2006 επιστρέφει στη Γαλλία και σκηνοθετεί την αρκετά φιλόδοξη σουρεαλιστική κωμωδία La Science des Rêves, που είναι και η πρώτη του μεγάλου μήκους ευρωπαϊκή παραγωγή.

Ομολογώ ότι παρόλο που άκουγα και διάβαζα τα καλύτερα για τον καρτουνίστικο και ονειρικό κινηματογραφικό κόσμο του Gondry, δεν ήμουν από τους φανατικούς του έργου του. Μέχρι την τελευταία του ταινία. Σε μια μικρή γειτονιά του New Jersey δύο φίλοι (στους κεντρικούς ρόλους ο ράπερ Mos Def και ο σχεδόν ροκάς Jack Black) αναλαμβάνουν προσωρινά τη λειτουργία του συνοικειακού παρακμιακού videoclub, καθώς ο ιδιοκτήτης λείπει σε ταξίδικατασκοπείας του τρόπου λειτουργίας των μεγαλύτερων ανταγωνιστικών καταστημάτων. Επιχειρώντας να σαμποτάρει ένα εργοστάσιο ηλεκτρισμού του οποίου η ακτινοβολία του προκαλούσε ημικρανίες, ο Black μαγνητίζεται με αποτέλεσμα να καταστρέψει άθελά του το περιεχόμενο όλων των βιντεοκασσετών. Προκειμένου λοιπόν να μην χάσουν τη μοναδική φανατική πελάτισα του μαγαζιού (Mia Farrow), η οποία για κάποιον παράδοξο λόγο επιμένει να νοικιάσει τους Ghostbusters, οι δύο φίλοι αποφασίζουν να γυρίσουν τη δικιά τους εικοσάλεπτη και εντελώς ερασιτεχνική βερσιόν της ταινίας γνωρίζοντας αναπάντεχη επιτυχία και δημιουργώντας μια καινούργια μόδα.

Χάρη στην ιδιαίτερη αισθητική του και σε ένα εξαιρετικά πρωτότυπο σενάριο ο Gondry αποτίει «φόρο τιμής» σε αρκετές γνωστές ταινίες (από το Lion King και το Robocop μέχρι τον Σωφέρ της κας. Ντέιζυ), και στη μόδα των βίντεοκλαμπ της δεκαετίας του 90 - εξ ου και ο τίτλος, πόσοι άραγε δεν θυμόμαστε την προειδοποίηση να γυρίσουμε την κασσέτα στην αρχή της προτού την επιστρέψουμε; Σε μια εποχή που ο πόλεμος για τα κινηματογραφικά δικαιώματα μεταξύ των πειρατών του διαδικτύου και των εταιρειών παραγωγής ταινιών εντείνεται, το Be Kind Rewind βλέπει με ρομαντισμό και με έντονα σουρεαλιστικό χιούμορ την έννοια του «ριμέικ» και του ερασιτεχνικού κινηματογράφου της γενιάς του youtube.

Για να πάρετε μια πρώτη ιδέα μπορείτε να επισκεφτείτε το πολύ ενδιαφέρον επίσημο site της ταινίας εδώ, ενώ πολλές από τις εν λόγω «ερασιτεχνικές» διασκευές βρίσκετε εδώ.

A.T.



10/3/08

California Dreamin' (Cristian Nemescu, 2007)


Παίρνω τη σκυτάλη από τον Αλέξανδρο, για να γράψω κι εγώ μερικές σκέψεις για τον ρουμάνικο κινηματογράφο. Μέσα σε ένα διάστημα 2-3 χρόνων, προλάβαμε να δούμε 3 διαμάντια, που έστρεψαν οριστικά το ενδιαφέρον μας προς τις κινηματογραφικές εξελίξεις στη γείτονα χώρα. Η οδύσσεια του κυρίου Λαζαρέσκου, το Ήταν ή δεν ήταν, και κυρίως το 4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες θριαμβεύουν διαδοχικά στα φεστιβάλ, και κερδίζουν όπου παίζονται την κριτική και το κοινό. Τρία ονόματα σκηνοθετών ξεχωρίζουν ήδη: Cristi Puiu, Corneliu Porumboiu, Cristian Mungiu. Το τελευταίο επίτευγμα της ρουμάνικης νέας γενιάς, το California Dreamin', και τελευταίος πλην μοιραίος της ήρωας ο Cristian Nemescu: πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του και γευτεί την επιτυχία (βραβεύτηκε στις Κάννες), θα βρει τον θάνατο μέσα σε ένα ταξί.

Η άνοιξη του ρουμάνικου κινηματογράφου δεν είναι τυχαία. Πρώτα απ’ όλα, το κοινό που συνδέει τους τέσσερις σκηνοθέτες είναι ότι ενηλικιώθηκαν όλοι τους με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και του καθεστώτος του Τσαουσέσκου. Είχαν μπροστά τους ένα αχανές και ανεκμετάλλευτο πεδίο έμπνευσης, καθώς και τη δημιουργική δίψα για να το εκμεταλλευτούν. Αν και οι συγκυρίες και τα μεγέθη είναι εντελώς διαφορετικές, ίσως η πτώση του Τσαουσέσκου να λειτούργησε όπως το τέλος του φρανκισμού για τον ισπανικό κινηματογράφο ή η Άνοιξη της Πράγας για τους Τσέχους καλλιτέχνες: η τάση ενυπήρχε ήδη, αρκούσε ένα γεγονός για να την πυροδοτήσει.

Βέβαια, είναι και τα λεφτά στη μέση. Οι δυτικοευρωπαίοι διέβλεψαν εγκαίρως την άνθιση του ρουμάνικου κινηματογράφου, και ενεπλάκησαν στις παραγωγές. Η διαίσθησή τους δεν τους πρόδωσε: οι ρουμάνικες ταινίες παραμένουν για εβδομάδες στις ευρωπαϊκές αίθουσες, οργανώνονται φεστιβάλ προς τιμήν τους, ενώ στην ίδια τους τη χώρα παλεύουν για μια θέση σε κάποιο σινεμά, παλεύοντας ανάμεσα στα αμερικάνικα blockbusters. Αλλά και οι Ρουμάνοι αντίστοιχα έχουν κάνει άνοιγμα προς τη Δύση: όλο και περισσότερες αμερικάνικες και ευρωπαϊκές ταινίες γυρίζονται στη Ρουμανία.

Πριν το California Dreamin', o Nemescu είχε ήδη διακριθεί για το μεσαίου μήκους του Marilena de la P7. Η ιστορία ενός πιτσιρικά που ερωτεύεται μία νεαρή πόρνη της γειτονιάς του και για να την κερδίσει αποφασίζει να κλέψει το τρόλεϋ που οδηγεί ο πατέρας του. Το είδα σε ένα φεστιβάλ στο Παρίσι και πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Ίσως γιατί δεν μένει στον ρεαλισμό - ή τον σουρεαλισμό - των άλλων ρουμάνικων ταινιών, αλλά εισχωρεί και στον χώρο της φαντασίας. Βέβαια, ο περίγυρος είναι ο ίδιος: οι συναντήσεις και οι συναναστροφές στους δρόμους της πρωτεύουσας, στις γειτονιές, στις ταράτσες, το μαύρο χιούμορ. Αλλά και ο εσωτερικός παιδικός κόσμος, τα όνειρα που έρχονται σε σύγκρουση με την καθημερινότητα. Για κάποιο λόγο μου έφερε στο μυαλό το Τρέξε, Λόλα, Τρέξε. Ίσως γιατί ήταν και εκείνο μία πρώτη αποκάλυψη για μένα, ίσως λόγω της κοκκινομάλλας πρωταγωνίστριας. Πάντως οι κινηματογραφικές του αρετές είναι ήδη αδιαμφισβήτητες.

Στο California Dreamin', έχει ωριμάσει πια ο καιρός για κάτι πολύ πιο φιλόδοξο. Αφορμή είναι η άφιξη σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ρουμανίας ενός νατοϊκού τρένου που κατευθύνεται προς το Κόσοβο τον καιρό του πολέμου. Οι Αμερικανοί επιβάτες του εγκλωβίζονται στον βαλκάνιο παραλογισμό που η ίδια η αμερικάνικη πολιτική έχει θρέψει, ανάμεσα σε κρατικούς υπαλλήλους που μισούν τους Αμερικάνους και άλλους που ξαφνικά τους λατρεύουν, και προκύπτει μια αλληλουχία παράδοξων καταστάσεων και γεγονότων που θα ανατρέψουν την ήσυχη καθημερινότητα της πόλης. Τελικά η ταινία εκφράζει όπως και οι υπόλοιπες της γενιάς της τις σύνθετες σχέσεις μεταξύ Ρουμανίας και Δύσης, την αναζήτηση ταυτότητας της νέας γενιάς, ανάμεσα στην απόρριψη του κομουνιστικού παρελθόντος και του φιλοδυτικού παραληρήματος. Παράλληλα σατιρίζει τους σύγχρονους τύπους της ρουμάνικης κοινωνίας, φιλάργυρους, εθνικιστές, συνδικαλιστές, γραφειοκράτες, αφελείς, αιθεροβάμονες,. Φυσικά ξεχωρίζει ο χαρακτήρας του σταθμάρχη, που λέει χαρακτηριστικά στον Αμερικάνο επικεφαλής ότι τόσα χρόνια τους περίμενε για να σώσουν τη χώρα, και τώρα σκοπεύει να τους εκδικηθεί με το ίδιο νόμισμα: θα τους αφήσει να περιμένουν, αναγκάζοντάς τους να αναμειχθούν λίγες μέρες με τον τοπικό πληθυσμό και να ζήσουν μια νέα πολιτισμική εμπειρία. Ξεχωρίζει επίσης ο δήμαρχος, που οργανώνει κάθε τόσο γιορτή για την επέτειο ίδρυσης της πόλης. Τα κωμικοτραγικά συμβάντα κλιμακώνονται σταδιακά προς ένα τέλος με ιδιαίτερο βάρος, όπου οι Αμερικάνοι καταφέρνουν να φύγουν προκαλώντας τον εμφύλιο μεταξύ των κατοίκων, ένα σχόλιο για την πολιτική «βαλκανοποίησης» που ακολουθεί η υπερδύναμη. Το μόνο αρνητικό της ταινίας, η διάρκειά της. Ο πρόωρος θάνατος όμως του σκηνοθέτη τον απαλλάσσει από αυτό το ελάττωμα.

Τελικά, σε ένα βαθμό εξηγείται η έλλειψη ενδιαφέροντος για τις ταινίες αυτές στην ίδια τους τη χώρα: οι νέοι αυτοί σκηνοθέτες δεν παύουν να κριτικάρουν τα κλισέ της κοινωνίας τους. Η νέα γενιά, η αλλοτρίωση, τα προβλήματα και τα όνειρά της είναι τελικά πρωταγωνιστής αυτού του νέου ρουμάνικου κινηματογράφου. Φαντάζομαι ότι σιγά σιγά θα την κερδίσει και ως θεατή, με την ζωντάνια του και την αυθεντικότητά του.

Βλέπω τις τελευταίες μέρες μερικές από τις πρόσφατες ελληνικές κινηματογραφικές επιτυχίες και καταθλίβομαι (κάνω λάθος ή οι νέοι μας σκηνοθέτες επιδίδονται σε έναν διαγωνισμό cult ατάκας και cult ήρωα;). Τι μας λείπει; Το λεπτό χιούμορ, σίγουρα. Η εύστοχη κοινωνική κριτική, επίσης. Η αφαίρεση, η ελλειπτικότητα. Πάνω απ’ όλα, νομίζω, η έλλειψη προσποίησης.

Παραθέτω μια σκηνή από την προηγούμενη ταινία του, ενώ το τρέιλερ του California Dreamin υπάρχει εδώ.

Μ.Μ.