2/2/08

Laura (Otto Preminger, 1944)


To film noir είναι ένας από τους πλέον ταλαιπωρημένους όρους της κινηματογραφικής θεωρίας. Αποτελεί είδος (genre) ή κύκλο ταινιών ; Τα βασικά χαρακτηριστικά και η αισθητική του είναι τελικά γαλλικής, γερμανικής ή αμερικανικής καταγωγής ; Υπερισχύει κάποια απ’αυτές τις επιρροές ; Μπορούμε άραγε να κάνουμε λόγο για ταινίες προ-noir και νεο-noir, και αν ναι, ποιές μπορούν να ενταχθούν σ’αυτούς τους κύκλους ; Οι ατέλειωτες συζητήσεις και διαφωνίες για όλα τα παραπάνω ερωτήματα δεν θα μπορούσαν – ευτυχώς - να έχουν μια και μοναδική σωστή απάντηση. Εξαιρετικό παράδειγμα αυτής της γοητευτικής πολυφωνίας και της πολυπλοκότητας του noir είναι το Laura του Otto Preminger.

Σε αντίθεση με τα περισσότερα κλασσικά films noirs, εδώ, o σκληρός και λιγομίλητος – αλλά πάντοτε ετοιμόλογος - ήρωας (Dana Andrews), δεν είναι ένας ακόμα περιθωριακός ιδιωτικός ντετέκτιβ, με θαμένα πολλά μυστικά και πολύ περισσότερα μπουκάλια ουίσκι στα συρτάρια του γραφείου του. Πρόκειται για έναν macho αστυνομικό επιθεωρητή, ο οποίος μάλιστα επιδεικνύει και γνώσεις κλασσικής μουσικής όταν ανακρίνει έναν από τους υπόπτους (σε δεύτερο ρόλο ο Vincent Price). Ωστόσο η μοιραία, αλλά και αναμενόμενη, έλξη που θα νιώσει για την Laura, την femme fatale της ταινίας (Gene Tierney, από τις ομορφότερες και πιο αινιγματικές ηθοποιούς του Hollywood), είναι ταυτόχρονα και η πιο ακραία που παρουσιάζεται σε noir αυτής της περιόδου, αφού ο ήρωας ερωτεύεται την κοπέλα, ή για να το θέσουμε πιο σωστά το πορτραίτο της, καθώς ερευνά την υπόθεση δολοφονίας της. Αν και το Laura διατηρεί αρκετά από τα μορφολογικά και θεματολογικά χαρακτηριστικά ταινιών όπως το Stranger on the Third Floor του Boris Ingster ή το Maltese Falcon του John Huston – γενικώς αποδεκτά ως αρχέτυπα films noirs -, ο μακάβριος αυτός πόθος για μια άγνωστη νεκρή, εισαγάγει άμεσα το στοιχείο του φανταστικού, φέρνοντας το φιλμ πολύ κοντά στην γοτθική και ονειρική παράδοση του Rebecca του Αlfred Hitchcock. Ο Preminger άλλωστε χρησιμοποιεί σχήματα τα οποία εντοπίζουμε σε ορισμένες ταινίες που ασχολούνται με το θέμα της νεκροφιλίας : έτσι, το πορτραίτο της νεκρής (;) γυναίκας παίζει κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη του « μεταφυσικού » ειδυλλίου, μοτίβο το οποίο βρίσκουμε για παράδειγμα τόσο στα Rebecca και Vertigo του Hitchcock, όσο και στο Portrait of Jennie του William Dieterle.

Το πρώτο πλάνο της ταινίας μας αποκαλύπτει έναν κόσμο τον οποίο μέχρι τότε δεν είχε απεικονίσει το film noir. Ένα αστικό, νεοϋορκέζικο διαμέρισμα φορτωμένο με διάφορα αντικείμενα τέχνης (προσέξτε πώς καθ’όλη την διάρκεια της ταινίας ο « άξεστος » αστυνομικός παίζει συνεχώς με τα πολύτιμα μπιχλιμπίδια). Βρισκόμαστε στο λαμπερό κόσμο της υψηλής κοινωνίας. Τα πρόσωπα όμως που συναντούμε εκεί μόνο λαμπερά δεν είναι : ένας ευφυής αλλά παθολογικά ζηλιάρης αρθρογράφος ο οποίος χρησιμοποιεί καταχρηστικά την δύναμη του τύπου, ένας παρασιτικός γόης που κυνηγάει πλούσιες γυναίκες και κυρίες της «καλής κοινωνίας » οι οποίες αγοράζουν εραστές. Ο Preminger, σκηνοθέτης και παραγωγός των ταινιών του (προνόμιο εξαιρετικά σπάνιο στο αμερικανικό σινεμά εκείνης της εποχής), εμφανίζεται ιδιαίτερα τολμηρός, έντεκα χρόνια πριν σκηνοθετήσει το The Man With The Golden Arm, την πρώτη ρεαλιστική απεικόνιση ενός χρήστη ηρωίνης. Από τις κορυφαίες στιγμές της κλασσικής εποχής του χολλυγουντιανού κινηματογράφου, αξίζει να την αναζητήσετε.

A.T.



Δεν υπάρχουν σχόλια: